Tag Archive for: ΙΔΨ

Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαμαράς, Ψυχίατρος

 

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ)  επηρεάζει τουλάχιστον ένα στα 40 άτομα παγκοσμίως και αποτελεί αιτία  σημαντικής λειτουργικής επιβάρυνσης. Τις τελευταίες δεκαετίες  έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη διαχείριση  της βασανιστικής  αυτής διαταραχής και έχουν αναπτυχθεί επαρκώς τεκμηριωμένες μέθοδοι αντιμετώπισής της. Οι δύο βασικοί πυλώνες στη θεραπεία της ΙΨΔ είναι η Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία  (ΓΣΘ) που περιλαμβάνει  την τεχνική της Έκθεσης με Παρεμπόδιση της Αντίδρασης (ΕμΠΑ) και η φαρμακευτική θεραπεία.

 

Σε ποιες περιπτώσεις  μπορεί να επιλεχθεί η φαρμακοθεραπεία;

H ΓΣΘ έχει φανεί ότι μπορεί να είναι εξίσου ως και πιο αποτελεσματική από τη φαρμακοθεραπεία τουλάχιστον όταν αυτή  παρέχεται υπό τις  βέλτιστες συνθήκες και σε ασθενείς χωρίς άλλες συννοσηρότητες.  Συχνά  όμως στην καθημερινή κλινική πρακτική η ΙΨΔ συνοδεύεται  και από  άλλες ψυχιατρικές διαταραχές που μπορεί να περιπλέξουν την κλινική εικόνα. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει συνοδός καταθλιπτική συμπτωματολογία, που είναι και η πιο συχνή συνυπάρχουσα ψυχιατρική διαταραχή και πολλές φορές αποτελεί και την αφορμή για να ζητήσει κάποιος βοήθεια, η αντιμετώπιση της κατάθλιψης μπορεί να αποτελεί θεραπευτική προτεραιότητα καθώς τα συμπτώματά της μπορεί  να επηρεάσουν την προθυμία ή και την ικανότητα του πάσχοντος να εμπλακεί στην ψυχοθεραπεία και να επιβαρύνουν τη θεραπευτική έκβαση. Οι φαρμακευτικοί παράγοντες εξάλλου που χρησιμοποιούνται στην ΙΨΔ  μπορεί να είναι αποτελεσματικοί και σε αρκετές άλλες συνυπάρχουσες ψυχικές διαταραχές, και μπορεί να είναι ένας από τους λόγους που μπορεί να καθιστά τη φαρμακευτική διαχείριση την  καταλληλότερη αρχική επιλογή.

Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι η βαρύτητα  των ίδιων των  συμπτωμάτων της ΙΨΔ που μπορεί  κάποιες φορές να  δυσκολεύει τον θεραπευόμενο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ΕμΠΑ και να προτιμηθεί αρχικά – ή και παράλληλα με την ψυχοθεραπεία – η   φαρμακοθεραπεία.

Φυσικά  παράγοντες,  όπως η προτίμηση του ασθενούς αλλά και  η διαθεσιμότητα και η προσβασιμότητα σε εξειδικευμένους ψυχοθεραπευτές, μπορεί να επηρεάσουν την επιλογή της αρχικής μεθόδου θεραπείας. Η σωστή διάγνωση και η ολιστική αξιολόγηση σε κάθε περίπτωση είναι  απαραίτητη προϋπόθεση  για τον σχεδιασμό του βέλτιστου θεραπευτικού πλάνου.

 

Ποια φάρμακα χρησιμοποιούνται στην ΙΨΔ;

Οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) είναι η φαρμακολογική θεραπεία πρώτης γραμμής για την ΙΨΔ, σύμφωνα με όλες τις κατευθυντήριες οδηγίες. Πρόκειται για φάρμακα που ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία των αντικαταθλιπτικών, χρησιμοποιούνται ευρέως, έχουν καλό προφίλ ασφάλειας και η αποτελεσματικότητά τους έχει αποδειχθεί από πολλαπλές τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές και μετα-αναλύσεις.

Περισσότερες κλινικές μελέτες αναφέρονται  για τη φλουβοξαμίνη (Dumyrox), τη σερτραλίνη (Zoloft), τη φλουοξετίνη (Ladose), και την παροξετίνη (Seroxat). Η  αποτελεσματικότητα έχει τεκμηριωθεί επίσης και για την σιταλοπράμη (Seropram), και την εσιταλοπράμη( Cipralex). Όλοι οι SSRIs θεωρούνται σε γενικές γραμμές ότι έχουν αντίστοιχη αποτελεσματικότητα και η αρχική επιλογή μπορεί να επηρεαστεί από παράγοντες όπως το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών, από τυχόν  συνυπάρχοντα νοσήματα, από την πιθανότητα  αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα  κλπ.

Ξεχωριστή θέση στην αντιμετώπιση της ΙΨΔ έχει και  ένα  παλαιότερο αντικαταθλιπτικό  που ανήκει στην  κατηγορία των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών, η  χλωριμιπραμίνη. Η αποτελεσματικότητά της είναι τουλάχιστον ισάξια  και  πιθανώς ελαφρώς μεγαλύτερη από τους SSRIs. Το  πιο προβληματικό ωστόσο προφίλ παρενεργειών την καθιστούν ως επιλογή δεύτερης γραμμής μετά από τους SSRIs.

Το δοσολογικό τους εύρος είναι το ακόλουθο:

SSRIs

Σιταλοπράμη:              20 – 60 mg

Εσιταλοπράμη:           10 – 20 mg

Φλουοξετίνη:                20 – 80 mg

Φλουβοξαμίνη:           50 – 300 mg

Παροξετίνη:                 20 – 60 mg

Σερτραλίνη:                 50 – 200 mg

TCAs (Τρικυκλικά)

Χλωριμιπραμίνη:         75 – 300 mg

 

Εκτός των παραπάνω, υπάρχουν και  άλλοι παράγοντες της κατηγορίας των αντικαταθλιπτικών που μπορεί να χρησιμοποιηθούν, που δεν  έχουν ωστόσο λάβει επίσημη ένδειξη για την αντιμετώπιση της ΙΨΔ και έχουν χαμηλότερο  βαθμό τεκμηρίωσης  της αποτελεσματικότητάς τους.

 

Πόσος χρόνος απαιτείται προκειμένου να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα μίας φαρμακευτικής δοκιμής;

Αν και κάποια σημάδια ανταπόκρισης στην αγωγή μπορεί να είναι ορατά μετά από τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας, συχνά θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος προκειμένου να αξιολογηθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα ενός φαρμακευτικού παράγοντα. Για τον λόγο αυτό,  μία δοκιμή με ένα φάρμακο δε θα πρέπει να θεωρηθεί αναποτελεσματική πριν τις 12 εβδομάδες, εκ των οποίων τις 4-6 εβδομάδες ο ασθενής να λαμβάνει τη μέγιστη δυνατή θεραπευτική δόση σε περίπτωση που χρειάζεται. Όχι σπάνια στην ΙΨΔ θα απαιτηθούν δόσεις στο ανώτερο δοσολογικό εύρος.

 

Πόσο αποτελεσματική είναι η φαρμακοθεραπεία;

Αν και η αποτελεσματικότητα των SSRIs είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, υπάρχει αρκετή ετερογένεια σχετικά με το ποσοστό και τον βαθμό της ανταπόκρισης στη θεραπεία. Ως ανταπόκριση συνήθως θεωρείται η μείωση κατά τουλάχιστον 35% της βαρύτητας των συμπτωμάτων έτσι όπως αυτή  μετράται με καλά σταθμισμένα ερωτηματολόγια. Στην μονοθεραπεία με κάποιον SSRΙ μπορεί να ανταποκριθεί ένα ποσοστό  έως και 50% ατόμων με ΙΨΔ. Ωστόσο 30–40 % των ασθενών με ΙΨΔ δε θα ανταποκριθούν τελικά  μετά από  πολλαπλές δοκιμές, ακόμα και με  υψηλές δόσεις διαφορετικών SSRΙs .

 

Ποια είναι η διάρκεια της φαρμακευτικής θεραπείας σε περίπτωση ανταπόκρισης;

Καθώς η ΙΨΔ είναι συνήθως μία χρόνια διαταραχή είναι πιθανό να χρειαστεί η διατήρηση της φαρμακευτικής αγωγής για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι περισσότερες οδηγίες προτείνουν τη συνέχιση της φαρμακευτικής αγωγής για ένα διάστημα τουλάχιστον 1-2 έτη στη δόση που ήταν αρχικά αποτελεσματική και στη συνέχεια προτείνεται  σταδιακά η μείωση ή και η διακοπή της αγωγής εκτιμώντας για τυχόν επανεμφάνιση των συμπτωμάτων. Η στρατηγική της σταδιακής διακοπής των φαρμάκων θα αποτρέψει εξάλλου την εμφάνιση του συνδρόμου απόσυρσης που παρατηρείται κάποιες φορές μετά από την μακροχρόνια χρήση των αντικαταθλιπτικών. Στην κλινική πράξη πάντως είναι αρκετά σύνηθες τα συμπτώματα να επανακάμπτουν μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής.

 

Τι προτείνεται σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στην αρχική θεραπεία;

Σε περίπτωση μη ικανοποιητικής ανταπόκρισης σε κάποιον SSRΙ  μπορεί να επιλεγεί κάποιος άλλος παράγοντας της ίδιας κατηγορίας ή η χλωριμιπραμίνη. Φυσικά θα πρέπει να έχει διασφαλιστεί αρχικά  ότι οι φαρμακολογικές δοκιμές ήταν επαρκείς σε  δόση και σε  διάρκεια και ότι η  συμμόρφωση στη λήψη της θεραπείας ήταν καλή.

Μία άλλη στρατηγική με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα  είναι αυτή της επαύξησης με  μικρή κατά κανόνα δόση αντιψυχωσικού που μπορεί να βοηθήσει το 25% περίπου εκείνων που δεν ανταποκρίθηκαν σε κάποιο SSRI ή στην χλωριμιπραμίνη. Τα αντιψυχωσικά φάρμακα επιδρούν  μεταξύ άλλων σε υποδοχείς της ντοπαμίνης και λειτουργούν σε συνέργεια  με τα αντικαταθλιπτικά που έχουν σεροτονινεργική δράση. Μεγαλύτερη τεκμηρίωση αποτελεσματικότητας έχουν η ρισπεριδόνη και η αριπιπραζόλη. Μία κατηγορία ασθενών που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να ανταποκριθούν με την προσθήκη  αντιψυχωσικού είναι όσοι εμφανίζουν  συνοδό διαταραχή μυοσπασμάτων (τικ), ή έχουν αντίστοιχο ιστορικό. Ο θεράπων πάντως  θα πρέπει να συναξιολογεί μαζί με το  όφελος της παρέμβασης την  πιθανή επιβάρυνση από τις  ανεπιθύμητες ενέργειες  που ο συνδυασμός αυτός μπορεί να επιφέρει.

Ακόμα όμως και μετά την εφαρμογή όλων των παραπάνω αποδεδειγμένα αποτελεσματικών θεραπειών ένα ικανό ποσοστό δε θα έχει την επιθυμητή ανταπόκριση. Για τον λόγο  αυτό, ένας μεγάλος αριθμός φαρμάκων που έχουν έγκριση για άλλες ψυχικές παθήσεις έχει μελετηθεί για την αντιμετώπιση της ΙΨΔ, με ελπιδοφόρα αποτελέσματα για κάποια από αυτά. Κανένας από αυτούς τους εναλλακτικούς παράγοντες δεν έχει αποδείξει ωστόσο  την  αποτελεσματικότητά του  σε πολλαπλές ελεγχόμενες δοκιμές ή σε μετα-αναλύσεις. Επομένως, αυτές οι λιγότερο καλά αποδεδειγμένες στρατηγικές,  χρησιμοποιούνται αφού έχουν εξαντληθεί οι καλύτερα αποδεδειγμένες προσεγγίσεις που συνοψίζονται παραπάνω, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της ΓΣΘ.

 

Ποιες είναι οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες ;

Ενώ οι SSRIs είναι γενικώς καλά ανεκτά φάρμακα, οι πιθανές παρενέργειες δεν θα πρέπει να υποτιμούνται. Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες μεταξύ άλλων είναι η γαστρεντερική δυσφορία, η ναυτία, η κινητική ανησυχία (ιδιαίτερα κατά την έναρξη της αγωγής), η αυξημένη εφίδρωση, η υπνηλία ή η αυπνία, κ.α.

Στις συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες της χλωριμιπραμίνης περιλαμβάνονται η  αύξηση βάρους, η καταστολή, η ξηροστομία, η ταχυκαρδία, το θάμβος της όρασης, η κατακράτηση ούρων και η δυσκοιλιότητα. Σε υψηλές δόσεις η χλωριμιπραμίνη μπορεί να μειώσει τον ουδό των επιληπτικών κρίσεων και να προκαλέσει αρρυθμίες. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των επιπέδων της στο αίμα στο υψηλό δοσολογικό εύρος.

Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εξάρτηση. Ωστόσο κάτι για το οποίο  θα πρέπει να είναι ενήμερος κανείς είναι ότι συχνά και ιδίως μετά από παρατεταμένη περίοδο χρήσης, και πιο συχνά υψηλών δόσεων αντικαταθλιπτικών, μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα  απόσυρσης. Αυτά μπορεί να προκύψουν μετά από την απότομη διακοπή ή μείωση της δοσολογίας  ή ακόμα και μετά από παράλειψη συνεχόμενων δόσεων του φαρμάκου  και μπορεί να περιλαμβάνουν μία πλειάδα συμπτωμάτων όπως κεφαλαλγία, κόπωση, τρόμο, ταχυκαρδία, εφίδρωση, ναυτία, αϋπνία, μείωση συγκέντρωσης ευερεθιστότητα, ευσυγκινησία, άγχος, μουδιάσματα, υπεραισθησία κ.α. Για τον λόγο αυτό, η διακοπή των αντικαταθλιπτικών θα πρέπει να γίνεται κατά κανόνα σταδιακά.

Τα αντιψυχωτικά φάρμακα μπορεί να συνοδεύονται από αύξηση βάρους, επιδείνωση των μεταβολικών δεικτών, καταστολή, κινητικού τύπου  ανεπιθύμητες ενέργειες, δυσκοιλιότητα κ.α.

 

Μπορεί να συνδυαστεί η φαρμακευτική αγωγή με τη ΓΣΘ;

Πρέπει να τονιστεί ότι η ψυχοθεραπεία, και ειδικότερα η ΓΣΘ  με την τεχνική  της ΕμΠΑ, αποτελεί  ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας της ΙΨΔ  και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε σχέδιο θεραπείας.  Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο συνδυασμός των δύο θεραπειών φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας μπορεί να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα. Αφενός η φαρμακοθεραπεία μπορεί να διευκολύνει τον θεραπευόμενο να ανταποκριθεί  στις απαιτήσεις της ψυχοθεραπείας, αφετέρου η  ψυχοθεραπεία φαίνεται ότι μπορεί να μειώσει την πιθανότητα υποτροπής μετά από τη  διακοπή της φαραμκευτικής αγωγής  καθώς σε  αντίθεση με τη φαρμακοθεραπεία κατά την οποία υπάρχει ο κίνδυνος  να αποδώσει κανείς  τη βελτίωσή του σε έναν εξωγενή παράγοντα και να νιώσει ανασφαλής μετά τη διακοπή του φαρμάκου, οι προσαρμοστικές στρατηγικές στις οποίες εκπαιδεύεται κανείς σε ένα ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο μπορούν να εσωτερικευθούν και να συνεχίσουν να έχουν όφελος πέρα από την περίοδο της ενεργού συμμετοχής στην ψυχοθεραπεία.

 

Πιθανά εμπόδια στη φαρμακοθεραπεία

Η αμφιθυμία των ασθενών σχετικά με τη φαρμακοθεραπεία μπορεί από μόνη της  να αποτελεί μία θεραπευτική πρόκληση. Όχι σπάνια οι ασθενείς μπορεί να είναι διστακτικοί στη φαρμακοθεραπεία όπως ακριβώς και στην αντιμετώπιση των ιδεοληπτικών τους φόβων. Μπορεί να εκφράζεται με υπερβολική ανησυχία είτε για τις ανεπιθύμητες ενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής αλλά ακόμα και για την ίδια την πιθανότητα βελτίωσης των συμπτωμάτων και της ανακούφισης από το άγχος  τους αφού κάτι τέτοιο μπορεί να εκληφθεί  λανθασμένα  ως ένδειξη επικείμενου κινδύνου ή να τους κάνει να θεωρούν ψευδώς ότι αποδέχονται τους ιδεοληπτικούς τους φόβους. Επιπλέον οι ασθενείς με μακροχρόνια  και σοβαρά συμπτώματα μπορεί να δυσκολευτούν να φανταστούν πώς θα ήταν η ζωή χωρίς αυτά, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει μια παράδοξη αμφιθυμία στο να γίνουν καλύτερα.

Η καλή θεραπευτική σχέση μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή να κατανοήσει καλύτερα τη φύση και το νόημα των συμπτωμάτων του και να συμμετάσχει έτσι καλύτερα στη θεραπεία του.

 

Άλλες βιολογικές θεραπείες

Εκτός από τις κλασσικές θεραπευτικές προσεγγίσεις που περιλαμβάνουν τη φαρμακοθεραπεία και τη ΓΣΘ, έχουν ερευνηθεί και δοκιμαστεί μία σειρά άλλων  παρεμβάσεων με καλά στοιχεία αποτελεσματικότητας σε κατάλληλα επιλεγμένα άτομα και σε εξειδικευμένα κέντρα. Ιδιαίτερα ελπιδοφόρο είναι  ότι πρόσφατα ο  Αμερικάνικος Οργανισμός Φαρμάκων  ενέκρινε τον επαναληπτικό Διακρανιακό Μαγνητικό Ερεθισμό (repeated Transcranial Magnetic Stimulation) ως μία ενισχυτική μορφή θεραπείας είτε στη φαρμακοθεραπεία είτε στη ΓΣΘ. Πρόκειται για μία μη παρεμβατική μέθοδο κατά την οποία μέσω της εφαρμογής μαγνητικού πεδίου επηρεάζεται η ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά και η τεχνική αυτή έχει ήδη έγκριση για τη θεραπεία άλλων ψυχικών διαταραχών, όπως της κατάθλιψης. Ο τρόπος ωστόσο της θεραπείας καθώς και η συσκευή που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση μπορεί να διαφέρουν και χρειάζεται ο κατάλληλος εξοπλισμός και η κατάλληλη εκπαίδευση από το κέντρο που την παρέχει.

 

Γράφει η Γκόλφω Λιαμάκη

Ορισμένες θρησκείες, όπως ο Χριστιανισμός, ο οποίος δίνει μεγάλη σημασία στην ατομική ηθική και στην αληθινή πίστη, δίνουν περισσότερη έμφαση στη σημασία των σκέψεων από ό,τι άλλες. Στον Χριστιανισμό, δηλαδή, η σχέση του πιστού με τον Θεό και η σωτηρία της ψυχής του έχει να κάνει περισσότερο με την πίστη του παρά με τις πράξεις του. Άλλες θρησκείες, όπως ο Ιουδαϊσμός, ο Ινδουισμός και το Ισλάμ, τονίζουν περισσότερο την πιστή τήρηση των θρησκευτικών παραδόσεων και των εθίμων συγκριτικά με την αληθινή πίστη. Στον Χριστιανισμό, όπου δίνεται μεγάλη έμφαση στη σημασία των σκέψεων και στην αληθινή πίστη, είναι αναμενόμενο να παρατηρούμε στους πάσχοντες με Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή Σχετιζόμενη με την Ηθική και τη Θρησκεία (ΗΘ-ΙΨΔ)[1] -μία συχνή αλλά σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό μορφή της διαταραχής- ιδεοληπτικές αμφιβολίες που εστιάζονται στην πίστη τους, στη σχέση τους με τον Θεό, και στο κατά πόσο οι σκέψεις τους είναι αμαρτωλές ή όχι. Σε ορισμένες άλλες θρησκείες, οι πάσχοντες με ΗΘ-ΙΨΔ είναι πιθανότερο να εστιάζουν στο κατά πόσο τηρούν πιστά ή όχι τους κανόνες και τις παραδόσεις που ορίζει η θρησκεία τους.

Αναπτύσσουν ωστόσο όλοι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι ΗΘ-ΙΨΔ; Προφανώς όχι. Ενώ οι περισσότεροι υγιώς θρησκευόμενοι άνθρωποι στηρίζονται στην εμπιστοσύνη που νιώθουν μέσα τους για την πίστη τους, οι πάσχοντες με ΗΘ-ΙΨΔ αδυνατούν να εμπιστευθούν την πίστη τους αλλά χρειάζονται εγγυήσεις και αποδείξεις για αυτήν και για το κατά πόσο οι σκέψεις τους είναι ή δεν είναι ανήθικες. Έτσι, στους πάσχοντες με ΗΘ-ΙΨΔ, οι ανεπιθύμητες αλλά φυσιολογικές παρεισφρητικές  σκέψεις που όλοι οι άνθρωποι έχουμε, παρερμηνεύονται ως αμαρτωλές ή ανήθικες, με συνέπεια να βιώνουν έντονες ιδεοληπτικές αμφιβολίες, όπως:

  • Μήπως έκανα κάποια αμαρτία κατά λάθος;
  • Πιστεύω αληθινά στον Θεό;
  • Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη ότι δεν λατρεύω τον Σατανά;
  • Θα πάω στον Παράδεισο όταν πεθάνω;
  • Έχω προσευχηθεί αληθινά;
  • Μήπως είμαι πολύ αλαζόνας;
  • Ακολουθώ πιστά τους χριστιανικούς κανόνες και τα έθιμα;
  • Μήπως προσεύχομαι στον Σατανά;

Για ποιο λόγο όμως οι πάσχοντες  με ΗΘ-ΙΨΔ δίνουν υπερβολική σημασία στις φυσιολογικές παρεισφρητικές σκέψεις; Δεν γνωρίζουμε ακόμη για ποιο λόγο ακριβώς συμβαίνει αυτό. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι γενικά τα άτομα με ΙΨΔ έχουν κάποιες λανθασμένες πεποιθήσεις σχετικά με τη σημασία των σκέψεων. Μία τέτοια λανθασμένη πεποίθηση είναι ότι η σκέψη ισούται ηθικά με την πράξη. Παρόλο που θεωρείται ότι για αυτές τις λανθασμένες πεποιθήσεις ευθύνονται πολλοί παράγοντες, ορισμένες θρησκείες, όπως ο Χριστιανισμός,  είναι πιθανόν ότι ενισχύουν τέτοιες πεποιθήσεις καθώς επιβάλουν στους πιστούς, μέσω σημαντικών προσώπων εξουσίας (π.χ., ιερείς), συγκεκριμένα ηθικά στάνταρ για τη σκέψη και τη συμπεριφορά, προκειμένου να αποφύγουν την αμαρτία και την θεϊκή τιμωρία. Υπάρχουν επίσης εδάφια στην Παλαιά Διαθήκη, τα οποία στηρίζουν την πεποίθηση ότι η σκέψη ισούται ηθικά με την πράξη και ότι θα πρέπει κανείς να ελέγχει τις σκέψεις του για να αποφύγει την αμαρτία και τη θεία τιμωρία (π.χ., «Όποιος είναι θυμωμένος με τον αδελφό του ή την αδελφή του είναι ένοχος για φόνο», «Όποιος κοιτάξει μια γυναίκα με λαγνεία έχει ήδη διαπράξει μοιχεία στην ψυχή του»). Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι για την ΗΘ-ΙΨΔ  δεν ευθύνεται προφανώς ο Χριστιανισμός, όπως δεν ευθύνονται τα μικρόβια για τη μικροβιοφοβία, αλλά ο τρόπος που ο πάσχων με ΙΨΔ αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και αντιδρά στην εμπειρία του. Φαίνεται όμως ότι η υπερβολική προσκόλληση σε ορισμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις και πιστεύω μπορεί να καθιστά το άτομο πιο ευάλωτο να αναπτύξει λανθασμένες πεποιθήσεις που οδηγούν σε παρερμηνεία των φυσιολογικών παρεισφρητικών σκέψεων όπως συμβαίνει στην ΗΘ-ΙΨΔ. Όταν οι σκέψεις παρερμηνεύονται ως σημαντικές και πιθανώς αμαρτωλές, είναι επόμενο να θεωρούνται απειλητικές και να έρχονται στο προσκήνιο της προσοχής του πάσχοντα. Οι σκέψεις του (και η πιθανότητα της τιμωρίας του από τον Θεό) γίνονται το επίκεντρο της προσοχής του, οι «αμαρτωλές» σκέψεις πληθαίνουν και μαζί τους πληθαίνουν οι ενοχές και ο φόβος.  

Ένας άλλος παράγοντας που καθιστά τα άτομα με ΗΘ-ΙΨΔ πιο ευάλωτα στην παρερμηνεία των παρεισφρητικών τους σκέψεων είναι η χαμηλή ανοχή στην αβεβαιότητα[2], η οποία χαρακτηρίζει εν γένει όλους τους πάσχοντες με ΙΨΔ. Όμως, τα περισσότερα ζητήματα πίστης και ηθικής χαρακτηρίζονται εξ ορισμού  από εγγενή αβεβαιότητα (π.χ., «Ο Θεός με αγαπάει;», «Πιστεύω αληθινά στον Θεό;») και δεν μπορούν να απαντηθούν με απόλυτη βεβαιότητα, γεγονός που προκαλεί στους πάσχοντες έντονη αμφιβολία και φόβο μήπως έχουν αμαρτήσει και υποστούν την τιμωρία του θεού.

Όπως συμβαίνει γενικά στην ΙΨΔ, οι πάσχοντες με ΗΘ-ΙΨΔ προκειμένου να μειώσουν τη δυσφορία τους προσπαθούν να ελέγξουν τις σκέψεις τους, να ερμηνεύσουν τη σημασία τους και είτε να τις διώξουν είτε να λάβουν δράση προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες (π.χ., θεία τιμωρία). Έτσι επαναλαμβάνουν προσευχές πολλές φορές ή μέχρι να τις πουν «τέλεια ή αληθινά», ζητάνε καθησυχασμό και διαβεβαιώσεις από τους οικείους τους ή από ιερωμένους για την πίστη τους, προσπαθούν να μη σκέφτονται ή να διώχνουν τις «αμαρτωλές» σκέψεις, εξομολογούνται ή αποφεύγουν καταστάσεις ή αντικείμενα (π.χ., χώρους λατρείας ή θρησκευτικές εικόνες) προκειμένου να μη πυροδοτηθούν οι ιδεοληπτικές σκέψεις και οι αμφιβολίες. Όλες αυτές οι συμπεριφορές, οι οποίες ονομάζονται καταναγκασμοί, ακριβώς επειδή παρέχουν στους πάσχοντες προσωρινή ανακούφιση, ενισχύονται και εξελίσσονται με τον πάροδο του χρόνου καταλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερο χρόνο και ενέργεια, με συνέπεια να επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητά τους.  Επίσης, η αποφυγή και ο έλεγχος των ανεπιθύμητων σκέψεων επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την αύξησή τους, γεγονός που πολλαπλασιάζει τη δυσφορία και την αβεβαιότητά στους πάσχοντες. Τέλος, ακριβώς επειδή δεν είναι ποτέ δυνατόν να έχει κανείς απόλυτη βεβαιότητα για τα ζητήματα ηθικής (π.χ., «Πιστεύω αληθινά; Έχω αμαρτήσει; Θα πάω στην Κόλαση;»), ο έλεγχος και ο επανέλεγχος των σκέψεων και των πράξεων και η αναζήτηση καθησυχασμού και διαβεβαίωσης τροφοδοτούν και ενισχύουν τη λανθασμένη πεποίθηση της σημασίας των σκέψεων και την ανάγκη για απόλυτη βεβαιότητα.

 

[1] Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή σχετιζόμενη με την Ηθική και τη Θρησκεία (ΗΘ-ΙΨΔ) είναι μία μορφή της διαταραχής, η οποία χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, ενοχές και αίσθημα φόβου που που επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν την ηθικότητα και τη θρησκεία.

[2] Χαμηλή Ανοχή στην Αβεβαιότητα: η πεποίθηση ότι είναι αναγκαίο να είναι κανείς απολύτως βέβαιος.

 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Abramowitz, J.S & Jacoby, R.J. (2014). Scrupulosity: A cognitive-behavioral analysis and implications for treatment. Journal of Obsessive-Compulsive and Related Disorders, 3, 140-149

Προειδοποίηση: Το άρθρο περιλαμβάνει πληροφορίες οι οποίες δυνητικά μπορεί να ενεργοποιήσουν ή να επιδεινώσουν ιδεοληψίες με θρησκευτικό περιεχόμενο

Για τους πάσχοντες με Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή Σχετιζόμενη με την Ηθική και τη Θρησκευτικότητα (ΗΘ-ΙΨΔ), οποιαδήποτε κατάσταση ενέχει θρησκευτικό χαρακτήρα (π.χ., γάμος, βάπτιση, κηδεία, προσευχή, ταινίες θρησκευτικού περιεχομένου) μπορεί να είναι μία ιδιαίτερα δύσκολη πρόκληση. Η ΗΘ-ΙΨΔ είναι ένας σχετικά συχνός τύπος της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, ενοχές και αίσθημα φόβου που σχετίζεται με θέματα που αφορούν την ηθικότητα και τη θρησκεία. Οι πάσχοντες με ΗΘ-ΙΨΔ νιώθουν έντονη αμφιβολία και ανησυχούν υπερβολικά μήπως κάτι που σκέφτηκαν ή έκαναν μπορεί να αποτελεί βλασφημία, αμαρτία ή ανηθικότητα, όταν στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο είναι αβάσιμο ή τουλάχιστον υπερβολικό. Για παράδειγμα, κάποιος με αυτόν τον τύπο της διαταραχής μπορεί να ανησυχεί ότι δεν είπε σωστά την προσευχή του ή δεν την είπε με αρκετή ευλάβεια. Ως συνέπεια, μπορεί να φοβάται ότι θα τιμωρηθεί και να επαναλαμβάνει την προσευχή του μία δεύτερη και ενδεχομένως μία τρίτη και μία τέταρτη φορά, μέχρι να νιώσει ανακούφιση από τις ενοχές και τον φόβο της τιμωρίας. Μπορεί επίσης να ανησυχεί ότι δεν κάνει αρκετές καλές πράξεις ή να ανησυχεί ότι κάνει μεν καλές πράξεις, τις κάνει όμως μόνο για εγωιστικούς λόγους. Μπορεί επιπλέον να ανησυχεί ότι έχει βλάσφημες σκέψεις και ότι προσβάλλει τον Θεό.

Πώς εκδηλώνεται η ΗΘ-ΙΨΔ;

Όπως συμβαίνει σε όλες τις μορφές της διαταραχής, η ΗΘ-ΙΨΔ χαρακτηρίζεται από μεγάλη ετερογένεια και ποικιλομορφία μεταξύ των πασχόντων. Ως εκ τούτου, ενώ ένας πάσχων μπορεί να προσεύχεται επαναλαμβανόμενα μπροστά σε θρησκευτικές εικόνες για να απαλλαγεί από το αίσθημα της αβεβαιότητας, της ενοχής και τον φόβο της αμαρτίας, ένας άλλος μπορεί να τις αποφεύγει εντελώς από φόβο μήπως του ενεργοποιήσουν ιδεοληψίες και αμφιβολίες επικεντρωμένες στη θρησκεία και την ηθική.

Οι συνήθεις ιδεοληψίες που χαρακτηρίζουν τα άτομα με ΗΘ-ΙΨΔ και εκδηλώνονται με έντονη αβεβαιότητα, ενοχή και φόβο και εμπίπτουν σε τέσσερις γενικές κατηγορίες (βλ. Abramowitz & Jacoby, 2014): 

  1. Η πρώτη κατηγορία αφορά σκέψεις ή/και εικόνες, οι οποίες δεν σχετίζονται ειδικά ή άμεσα με τη θρησκεία. Αφορούν σκέψεις ή/και εικόνες, οι οποίες σχετίζονται για παράδειγμα με τη βία, το σεξ ή με ανήθικες πράξεις, οι οποίες ερμηνεύονται από τον πάσχοντα, τουλάχιστον εν μέρει, μέσα από ένα θρησκευτικό πρίσμα. Ένα παράδειγμα που εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία αφορά επαναλαμβανόμενες και επίμονες σκέψεις ή/και εικόνες ομοφυλοφιλικού ή αιμομικτικού περιεχομένου, οι οποίες ερμηνεύονται ως αμαρτία και οι οποίες ωθούν τον πάσχοντα σε εξαντλητικές καταναγκαστικές πράξεις συγχώρεσης και εξιλέωσης (π.χ., μέσω της προσευχής) ή/και σε αναζήτηση καθησυχασμού από ιερωμένους ή/και τους οικείους του.
  2. Η δεύτερη κατηγορία αφορά σκέψεις ή/και εικόνες, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τη θρησκεία και οι οποίες γενικά θεωρούνται βλάσφημες. Οι ιδεοληψίες που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία αναγκάζουν τους πάσχοντες να προβούν σε καταναγκαστικές πράξεις, οι οποίες μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με τη θρησκεία (π.χ., σχολαστικό πλύσιμο των χεριών ως πράξη εξαγνισμού από το αίσθημα της αμαρτίας). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να αφορά τον ιδεοληπτικό φόβο της βεβήλωσης των θρησκευτικών εικόνων ή της εξύβρισης των Θείων Προσώπων ή του ιερέα την ώρα της Θείας Λειτουργίας και της πλήρους αποφυγής καταστάσεων που σχετίζονται με τη θρησκεία για τη διασφάλιση της μη τέλεσης των βλάσφημων πράξεων.
  3. Η τρίτη κατηγορία αφορά σκέψεις και ανησυχίες που αφορούν ζητήματα πίστης και ηθικής, οι οποίες μετεξελίσσονται σε ιδεοληψίες και σε καταναγκασμούς διαβεβαίωσης και καθησυχασμού. Ένα παράδειγμα μπορεί να αφορά ανησυχίες και ενοχές σχετικά με μια στάση που ένας πιστός μπορεί να υιοθετεί για ένα ηθικό ζήτημα, η οποία δε συμφωνεί με την απόλυτη θέση της Πίστης του σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος πιστός να νιώθει ότι σε κάποιες περιπτώσεις η έκτρωση δικαιολογείται ή να έχει σεξουαλική ζωή εκτός γάμου και ως εκ τούτου να βασανίζεται από έντονη αβεβαιότητα και ενοχές σχετικά με το αν είναι «αρκετά πιστός» και να αναζητά διαβεβαιώσεις από ιερωμένους ή/και τους οικείους του.
  4. Η τέταρτη κατηγορία αφορά ανησυχίες, αμφιβολίες και ενοχές σχετικά με το κατά πόσο κάποιος πιστός ακολουθεί απόλυτα τους κανόνες και τις εντολές που ορίζει η θρησκεία του ή αν είναι «αρκετά πιστός». Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πάσχοντες αισθάνονται ότι επιθυμούν να ενεργούν σύμφωνα με τη θρησκεία τους, διακατέχονται όμως από έντονη αβεβαιότητα και ανησυχία μήπως δεν ακολουθούν απόλυτα όσα ορίζει η Πίστη τους.

Οι καταναγκασμοί που χαρακτηρίζουν τα άτομα με ΗΘ-ΙΨΔ μπορεί να είναι φανεροί, συχνά ωστόσο συνυπάρχουν και νοεροί καταναγκασμοί.

Οι συνήθεις φανεροί καταναγκασμοί  στην ΗΘ-ΙΨΔ περιλαμβάνουν:

  • Συχνή εξομολόγηση για τυχόν αμαρτωλές πράξεις ή συμπεριφορές
  • Αναζήτηση διαβεβαίωσης από ιερωμένους ή/και οικεία πρόσωπα
  • Επαναλαμβανόμενες τελετουργίες κάθαρσης και εξαγνισμού
  • Πράξεις αυτοθυσίας
  • Αποφυγή χώρων και καταστάσεων λατρείας (π.χ., της Θείας Λειτουργίας ή του Εσπερινού), οι οποίες ενεργοποιούν ή/και επιδεινώνουν τις ιδεοληψίες που σχετίζονται με θέματα ηθικής ή θρησκείας στους πάσχοντες με ΗΘ-ΙΨΔ.

 Οι συνήθεις νοεροί καταναγκασμοί στην ΗΘ-ΙΨΔ περιλαμβάνουν:

  • Υπερβολική προσευχή, συχνά με τελετουργικό τρόπο
  • Νοερή επανάληψη ιερών εικόνων ή φράσεων από ιερά Κείμενα
  • Νοερή επανάληψη ιερών φράσεων ή αποσπασμάτων (π.χ., Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό).

Πώς διαχωρίζεται η ΗΘ-ΙΨΔ από τις υγιείς θρησκευτικές πρακτικές;

Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ΗΘ-ΙΨΔ και στις υγιείς θρησκευτικές πρακτικές, ειδικά επειδή τα θέματα στα οποία επικεντρώνονται οι πάσχοντες με ΗΘ-ΙΨΔ έχουν συχνά κάποια βάση στις συμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές. Επιπλέον, ορισμένα μέλη της θρησκευτικής κοινότητας των πασχόντων άθελά τους μπορεί να ενθαρρύνουν την ΗΘ-ΙΨΔ, θεωρώντας την λανθασμένα απλώς ως υπερβολική (αλλά αβλαβή) θρησκευτική ευλάβεια. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Abramowitz & Jacoby (2014) χαρακτηριστικό των πασχόντων με ΗΘ-ΙΨΔ είναι ότι εστιάζουν υπερβολικά σε μια συγκριτικά ασήμαντη και επουσιώδη πτυχή της θρησκείας τους, ενώ ταυτόχρονα παραβλέπουν ή αγνοούν πιο θεμελιώδεις κανόνες και πρακτικές της θρησκείας τους. Μπορεί, για παράδειγμα, από τον ακραίο φόβο της τιμωρίας από τον Θεό σε περίπτωση που ενεργοποιηθούν «βρόμικες» σκέψεις στη διάρκεια της προσευχής ή της Θείας Λειτουργίας, οι πάσχοντες να αποφεύγουν να εμπλέκονται σε κάθε είδους θρησκευτική πρακτική, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα θρησκευτικά τους πιστεύω.

Οι υγιείς  θρησκευτικές πρακτικές, από την άλλη πλευρά, χαρακτηρίζονται γενικά από μία πιο ήπια και πιο ευέλικτη προσέγγιση σε ό,τι αφορά τα περισσότερα ζητήματα θρησκευτικής πίστης και πρακτικής, θεωρώντας την απόλυτη τήρησή τους ιδανική παρά επιτακτική και απαραίτητη για την αποφυγή της ενοχής και της τιμωρίας από τον Θεό, όπως συμβαίνει στην ΗΘ-ΙΨΔ. Ο βαθμός δυσφορίας που χαρακτηρίζει τις θρησκευτικές πρακτικές των πασχόντων αποτελεί μια ακόμη ένδειξη για ΗΘ-ΙΨΔ. Ενώ, επομένως, οι υγιείς  θρησκευτικές πρακτικές συνδέονται συνήθως με θετικά συναισθήματα, στην ΗΘ-ΙΨΔ επικρατεί ο  φόβος της τιμωρίας και οι ενοχές.

Πώς αντιμετωπίζεται η ΗΘ-ΙΨΔ;

Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία, και ειδικότερα η Έκθεση με Παρεμπόδιση Αντίδρασης (ΕμΠΑ), είναι η ψυχοθεραπεία εκλογής για την ΗΘ-ΙΨΔ, όπως και για κάθε άλλη μορφή της διαταραχής, σε συνδυασμό ή όχι με φαρμακευτική αγωγή.  Η αντιμετώπιση της ΗΘ-ΙΨΔ μπορεί, επίσης, ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις ανάγκες του πάσχοντα, να περιλαμβάνει συμβουλευτική από θρησκευτικά πρόσωπα που προέρχονται από τη θρησκευτική κοινότητα  του πάσχοντα, τα οποία βοηθούν στην αποσαφήνιση θρησκευτικών ζητημάτων σχετικά με ένα συγκεκριμένο θέμα που απασχολεί έναν πάσχοντα με ΗΘ-ΙΨΔ.

Προειδοποίηση: Το άρθρο περιλαμβάνει πληροφορίες οι οποίες δυνητικά μπορεί να ενεργοποιήσουν ή να επιδεινώσουν ιδεοληψίες με παιδοφιλικό περιεχόμενο

Επιστημονική επιμέλεια: Γκόλφω Λιαμάκη                                         

Φανταστείτε ότι περνάτε μπροστά από το προαύλιο ενός δημοτικού σχολείου. Ρίχνετε μια ματιά στα παιδιά και, εντελώς ξαφνικά, περνά από το μυαλό σας μια σκέψη: «Κοίταξα εκείνα τα παιδιά με περίεργο τρόπο»; Αμέσως το μυαλό σας αρχίζει να αμφιβάλλει και να αναλύει αν η ματιά σας ήταν περίεργη και εσείς κατακλύζεστε από τρόμο: «Γιατί κοίταζα τα παιδιά»; «Οι άλλοι άνθρωποι το κάνουν αυτό»; «Με διέγειρε κάποιο παιδί»; «Τι πάει λάθος με μένα»; «Έκανα κάτι που δεν έπρεπε»; «Είμαι παιδόφιλος ή θα γίνω παιδόφιλος»; «Γιατί κάνω αυτές τις σκέψεις»;

Φανταστείτε  ότι περνάτε και πάλι μπροστά από το προαύλιο.  Αυτή τη φορά είναι πιθανό να είστε σε μεγάλη επιφυλακή και να έχετε πλήρη επίγνωση των σκέψεών σας. Συνειδητοποιείτε ότι αποφεύγετε την οπτική επαφή με τους άλλους ανθρώπους. Ελέγχετε τα χέρια σας για να βεβαιωθείτε ότι δεν θα αγγίξουν κατά λάθος ένα παιδί με ακατάλληλο τρόπο και είστε σε επαγρύπνηση και σε πανικό σε περίπτωση που σας έρθουν περίεργες σκέψεις για τα παιδιά. Μπορεί ακόμα και να σκανάρετε τη γεννητική σας περιοχή για τυχόν σημάδια σεξουαλικής διέγερσης. Ανησυχείτε ότι οι άλλοι σάς κοιτάνε, και μπορεί ακόμα και να αρχίσετε να αναρωτιέστε τι έχετε κάνει. Νιώθετε ότι η μόνη σας διέξοδος είναι να φύγετε μακριά για να προστατεύσετε αυτά τα παιδιά. Μπορεί να αισθάνεστε ότι είστε τέρας και κακός άνθρωπος, εφόσον σας έρχονται τέτοιες σκέψεις στο μυαλό. Αυτό που ενδεχομένως δεν συνειδητοποιείτε είναι ότι μπορεί να πάσχετε από έναν πολύ συχνό τύπο της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής (ΙΨΔ), τον τύπο που σχετίζεται με Παιδοφιλικό περιεχόμενο (Π-ΙΨΔ).

Το να βιώνετε τέτοιες ιδεοληπτικές σκέψεις-ταμπού, όπως ονομάζονται γιατί αφορούν κοινωνικά μη αποδεκτά θέματα, είναι μία από τις πιο συχνές, αλλά λιγότερο γνωστές, μορφές της ΙΨΔ. Σε αυτή τη μορφή της διαταραχής, στους πάσχοντες επικρατεί ο ιδεοληπτικός φόβος μήπως είναι παιδόφιλοι ενώ συνήθως έχουν ελάχιστους ή καθόλου φανερούς καταναγκασμούς. Αντίθετα, οι  καταναγκασμοί τους είναι συνήθως νοεροί, με την έννοια ότι συμβαίνουν αποκλειστικά στο μυαλό τους και δεν είναι ορατοί σε τρίτους. Κάποιες φορές, ο τύπος αυτός αναφέρεται και ως «Καθαρά Ιδεοληπτική ΙΨΔ» («Purely Obsessional OCD» ή «PureO»), επειδή στο παρελθόν θεωρούσαμε λανθασμένα ότι οτιδήποτε είναι νοερό είναι ιδεοληψία ενώ οτιδήποτε μπορεί να γίνει ορατό σε τρίτους είναι καταναγκασμός. Πλέον αναγνωρίζουμε ότι αυτό που διαχωρίζει μια ιδεοληψία από έναν καταναγκασμό είναι ότι οι ιδεοληψίες προκαλούν άγχος και είναι ακούσιες, ενώ οι καταναγκασμοί είναι εκούσιοι και σκόπιμοι και στοχεύουν στην προσπάθεια του ατόμου να μειώσει το άγχος που του προκαλούν οι ιδεοληψίες. Επομένως, ακόμα και σε αυτόν τον τύπο της διαταραχής, υπάρχουν καταναγκασμοί, είναι όμως στην πλειοψηφία τους νοεροί. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής νοεροί καταναγκασμοί: νοερός έλεγχος των σκέψεων και των αισθήσεων και των συναισθημάτων, νοερή αντικατάσταση των ιδεοληπτικών σκέψεων ή εικόνων με κοινωνικά αποδεκτές σκέψεις ή εικόνες,  καταναγκαστική προσευχή ή αποφυγή των ιδεοληπτικών σκέψεων.  

Στη γενική κατηγόρια της «Καθαρά Ιδεοληπτικής ΙΨΔ»,  η οποία περιλαμβάνει την μορφή με Παιδοφιλικό Περιεχόμενο  (Π-ΙΨΔ), συγκαταλέγονται και άλλες μορφές της διαταραχής, όπως αυτή που εστιάζει στον σεξουαλικό προσανατολισμό, την αιμομιξία, ή την κτηνοβασία. Έτσι ένα άτομο με Π-ΙΨΔ μπορεί να βιώνει εκτός από ιδεοληψίες με παιδοφιλικό περιεχόμενο, ιδεοληψίες οποιουδήποτε κοινωνικά μη-αποδεκτού περιεχομένου, όπως για παράδειγμα: «Αν ελκύομαι από ένα παιδί του ίδιου φύλου, τότε μήπως αυτό σημαίνει ότι είμαι ομοφυλόφιλος και ότι δεν θα πρέπει να κάνω οικογένεια;».

Η Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία ορίζει την Παιδοφιλία ως «επαναλαμβανόμενες και έντονες σεξουαλικά διεγερτικές φαντασιώσεις, σεξουαλικές παρορμήσεις ή συμπεριφορές που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδί ή παιδιά πριν από την εφηβεία» (APA, 2013). Η Παιδοφιλία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την Π-ΙΨΔ. Ωστόσο παρόλο που η διάκριση ανάμεσα στην Παιδοφιλία και την Π-ΙΨΔ είναι σαφής, τα άτομα που πάσχουν από Π-ΙΨΔ νιώθουν πεπεισμένα ότι  ανήκουν στην κατηγορία των αληθινών παιδόφιλων, και όχι στην κατηγορία των ατόμων που πάσχουν από Π-ΙΨΔ, και ότι ο θεραπευτής τους είτε δεν κατανοεί  πραγματικά τι συμβαίνει ή κάνει λάθος. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πολύ διαφορετική: Ένα άτομο που πάσχει από Π-ΙΨΔ δεν είναι περισσότερο πιθανό να είναι παιδόφιλος από ένα άτομο που δεν πάσχει από Π-ΙΨΔ. Η Π-ΙΨΔ είναι μία ψυχική διαταραχή που σχετίζεται με το άγχος και  την αβεβαιότητα και όχι μία διαταραχή η οποία σχετίζεται με τις σεξουαλικές παρορμήσεις και τη σεξουαλική συμπεριφορά.

Από όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει η ΙΨΔ , η Π-ΙΨΔ προκαλεί ίσως την περισσότερη ντροπή, ενοχή και αποστροφή προς τον εαυτό. Τα άτομα με Π-ΙΨΔ βλέπουν τον εαυτό τους ως αποκρουστικό και απαίσιο άτομο και διστάζουν να περιγράψουν ακόμη και στον ειδικό ψυχικής υγείας αυτά που βιώνουν. Πριν αρχίσουν να μιλάνε για τις ιδεοληψίες τους, συνήθως κάνουν ερωτήσεις σχετικά με το απόρρητο ή αναφέρουν προηγούμενες εμπειρίες τους σχετικά με την αντιμετώπιση της ΙΨΔ. Προειδοποιούν τον ειδικό ότι αυτό που θα ακούσει είναι αποτρόπαιο. Δυστυχώς, ωστόσο, δεν υπάρχει επαρκής κατανόηση της Π-ΙΨΔ ενώ υπάρχουν ειδικοί ψυχικής υγείας που δεν αναγνωρίζουν την Π-ΙΨΔ και την ταυτίζουν λανθασμένα με την Παιδοφιλία.

 

Πώς εκδηλώνεται η Π-ΙΨΔ;

Ένα άτομο με Π-ΙΨΔ βιώνει ακούσιες επαναλαμβανόμενες και επίμονες σκέψεις ή εικόνες με παιδοφιλικό περιεχόμενο, οι οποίες του προκαλούν τρομακτικό άγχος. Αυτές οι σκέψεις μάλιστα μπορεί συχνά να συγχέονται λανθασμένα με πραγματικές αναμνήσεις, δημιουργώντας στον πάσχοντα έντονη αβεβαιότητα και αίσθημα επικείμενου κινδύνου. Οι σκέψεις αυτές μπορεί να εστιάζουν είτε σε παρελθοντική, είτε στην τωρινή ή τη μελλοντική συμπεριφορά του ατόμου.

Παρακάτω αναφέρονται κάποιες συνήθεις ιδεοληπτικές σκέψεις εστιασμένες στο παρελθόν:

  • «Έκανα ποτέ κάποια ανώμαλη σεξουαλική πράξη, όταν ήμουν μικρότερος/η;»
  • «Έκανα πρόσφατα κάποια ανώμαλη σεξουαλική πράξη;»
  • «Έχω αισθανθεί ποτέ έλξη για ένα παιδί ή έναν έφηβο;»
  • «Έχω ποτέ παρενοχλήσει σεξουαλικά κάποιον;»
  • «Έχω ποτέ πατήσει κατά λάθος σε σύνδεσμο για παιδικό πορνό;»
  • «Ξέρει κάποιος από το παρελθόν μου κάτι που να υποδεικνύει ότι είμαι παιδόφιλος;»

Ιδεοληπτικές σκέψεις εστιασμένες στο παρόν μπορεί να είναι οι παρακάτω:

  • «Μήπως ελκύομαι από αυτό το 10χρονο παιδί που παίζει απέναντί μου;»
  • «Μήπως μόλις κοίταξα πονηρά αυτό το 13χρονο κορίτσι;»
  • «Μήπως με παρατήρησε μόλις κάποιος να κάνω κάτι παράξενο;»
  • «Μήπως πρέπει να καθίσω στην άλλη πλευρά του τρένου, μακριά από αυτό το 6χρονο αγόρι, για να μην το χαϊδέψω παρορμητικά;»
  • «Μήπως με διεγείρει σεξουαλικά αυτό το μικρό κορίτσι στην τηλεόραση;»

Ιδεοληπτικές σκέψεις εστιασμένες στο μέλλον μπορεί να είναι οι παρακάτω:

  • «Πώς μπορώ να ξέρω ότι δεν θα κάνω ποτέ μια παιδοφιλική πράξη;»
  • «Τι θα γίνει αν έρθει μια μέρα που νιώσω πράγματι σεξουαλική έλξη για παιδιά;»
  • «Ποιος είναι ο σωστός τρόπος να κρατήσω/ αγκαλιάσω/ αλλάξω ένα παιδί;»
  • «Μήπως θα παρενοχλήσω σεξουαλικά τα παιδιά μου, όταν αποκτήσω δικά μου παιδιά;»

Για να βρουν (προσωρινή) διαβεβαίωση και διασφάλιση για το ότι δεν ισχύουν οι παραπάνω ιδεοληπτικοί φόβοι, οι πάσχοντες με Π-ΙΨΔ αισθάνονται αναγκασμένοι να ελέγχουν διαρκώς τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές και τη σεξουαλική τους διέγερση, όταν βρίσκονται κοντά σε ενήλικες ή παιδιά. Παρατηρούν λοιπόν και σκανάρουν συνεχώς τις σεξουαλικές τους αντιδράσεις. Η προσοχή τους είναι συνεχώς στραμμένη στην παρουσία τυχόν σεξουαλικής διέγερσης (π.χ., παρουσία στύσης ή κολπικής λίπανσης), ενώ οποιαδήποτε ασήμαντη αντίδραση στη γεννητική περιοχή ερμηνεύεται λανθασμένα ως επιβεβαίωση ότι πράγματι διεγείρονται σεξουαλικά από τα παιδιά, πείθοντάς τους εσφαλμένα ότι είναι παιδόφιλοι. Η αναζήτηση διαβεβαίωσης και καθησυχασμού από το οικείο τους περιβάλλον ή από το διαδίκτυο είναι επίσης συχνή στα άτομα με αυτή τη μορφή. Συχνές αναζητήσεις στο διαδίκτυο περιλαμβάνουν την αναζήτηση διαβόητων παιδόφιλων και τη σύγκρισή τους με τους ίδιους, ή την αναζήτηση νομικών πληροφοριών προκειμένου να προετοιμαστούν για τις συνέπειες που ανησυχούν ότι θα επέλθουν από στιγμή σε στιγμή. Επιπλέον, τα άτομα με αυτή τη μορφή ξοδεύουν πάρα πολύ χρόνο και ενέργεια κάνοντας νοερή ανασκόπηση αναδρομικά της συμπεριφοράς και των πράξεών τους, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι δεν έχουν διαπράξει κάποια απρεπή πράξη εις βάρος κάποιου παιδιού. Επιπλέον, η αποφυγή παιδιών σε πάρκα ή σε παιδικές χαρές ή σε σχολεία χαρακτηρίζει τα άτομα με Π-ΙΨΔ, στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν ότι οι ιδεοληπτικές τους σκέψεις ή εικόνες δεν θα έρθουν στην επιφάνεια ή δεν θα πραγματοποιήσουν τους φόβους τους. Κάποια από αυτά τα άτομα επιλέγουν να μην αποκτήσουν δικά τους παιδιά, με σκοπό να περιορίσουν τον κίνδυνο, στον οποίο νιώθουν ότι θα εξέθεταν τα δικά τους παιδιά.

Όλες οι παραπάνω συμπεριφορές ανήκουν στην κατηγορία των καταναγκασμών και, αν και προσφέρουν στον πάσχοντα παροδική ανακούφιση από το μαρτύριο της αβεβαιότητας και τη δυσφορία που του προκαλούν οι ιδεοληπτικοί του φόβοι, στην πραγματικότητα οι συμπεριφορές αυτές ευθύνονται για το γεγονός ότι το άτομο παραμένει εγκλωβισμένο στη διαταραχή, καθώς δεν του επιτρέπουν να λάβει την απαραίτητη ανατροφοδότηση από την εμπειρία του, προκειμένου να νιώσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και ασφάλεια.

 

Πώς αντιμετωπίζεται η Π-ΙΨΔ;

Η ψυχολογική θεραπεία της Π-ΙΨΔ είναι η θεραπεία συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, η μορφή αυτή της διαταραχής αντιμετωπίζεται όπως οποιαδήποτε άλλη μορφή, μέσω της θεραπείας συμπεριφοράς με τη μέθοδο της σταδιακής Έκθεσης και της Παρεμπόδισης των καταναγκασμών και της αποφυγής. Με αυτήν την μέθοδο, το άτομο μαθαίνει να έρχεται σταδιακά αντιμέτωπο με καταστάσεις, οι οποίες του προκαλούν το αίσθημα της αβεβαιότητας και ιδεοληπτικές σκέψεις ή εικόνες με παιδοφιλικό περιεχόμενο (π.χ., φωτογραφίες παιδιών, ταινίες με σχετικό περιεχόμενο παιδικές χαρές, σχολεία), ενώ ταυτόχρονα μαθαίνει να παρεμποδίζει τους καταναγκασμούς του και να περιορίζει την αποφυγή του. Στη διάρκεια της Έκθεσης, η οποία είναι συστηματική και επαναλαμβανόμενη, το άτομο μαθαίνει να παραμένει με τον φόβο που του προκαλεί η παρουσία των ιδεοληπτικών του σκέψεων ή εικόνων όση ώρα χρειάζεται μέχρι ο φόβος του να μειωθεί από μόνος του χωρίς την εκτέλεση κάποιου καταναγκασμού. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στην ανίχνευση και την παρεμπόδιση όλων των νοερών και δύσκολα ανιχνεύσιμων καταναγκασμών που χαρακτηρίζουν αυτή τη μορφή της διαταραχής.  Μέσω αυτής της μεθόδου, το άτομο μαθαίνει να διαχειρίζεται το γεγονός της αβεβαιότητας βιωματικά, ενώ με την ανατροφοδότηση που λαμβάνει από την εμπειρία του σταδιακά αισθάνεται εμπιστοσύνη προς τον εαυτό του και ασφαλής για τους άλλους.

 

Σημείωση: Το άρθρο βασίστηκε σε ελεύθερη απόδοση της δημοσίευσης του Jordan Levy, PhD, στο OCD Newsletter

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλαφούτα

Επιστημονική Επιμέλεια: Γκόλφω Λιαμάκη, Μετάφραση: Αθηνά Παπαγεωργίου

Περίπτωση 1η:  Η Εβελίνα στα 30 της και μετά από πολλά ραντεβού γνώρισε επιτέλους κάποιον που πίστευε ότι ήταν υπέροχος. Ήταν έξυπνος, είχε ωραία εξωτερική εμφάνιση και μια καλή δουλειά. Ένιωθε υπέροχα μαζί του. Μετά από έναν χρόνο γνωριμίας, ο φίλος της άρχισε να θέλει να επισημοποιήσουν τη σχέση τους.  Από τότε, η Εβελίνα δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται: «Είναι ο σωστός σύντροφος;», «Τον αγαπάω αρκετά;», «Είναι ο έρωτας της ζωής μου ή θα κάνω το χειρότερο λάθος της ζωής μου;». Για να νιώσει καλύτερα ελέγχει συνεχώς αν τον σκέφτεται αρκετά όταν βρίσκεται μακρυά του, αν νιώθει χαλαρή όταν είναι μαζί του ή αν κάνει άσχημες σκέψεις για αυτόν. Όταν δεν είναι χαρούμενη ή έχει ένταση, πάντα σκέφτεται: «Μήπως φταίει το ότι δεν είμαι ευτυχισμένη μαζί του; Ίσως δεν είναι ο ΕΝΑΣ»! Οι σκέψεις αυτές  την επηρεάζουν στην εργασία της αλλά στην κοινωνική της ζωή και της προκαλούν μεγάλη αναστάτωση και δυσφορία.

Περίπτωση 2η: Ο Φραγκίσκος, 35 ετών, είναι παντρεμένος εδώ και 5 χρόνια. Αγαπά πολύ τη γυναίκα του και πιστεύει ότι είναι μια υπέροχη σύζυγος και εξαιρετική μητέρα. Πιστεύει επίσης ότι η γυναίκα του, η οποία εργάζεται ως  σύμβουλος πληροφορικής, είναι πολύ έξυπνη. Κάθε μέρα όμως νιώθει στενοχωρημένος και εκνευρισμένος σκέφτεται συνεχώς ότι θα μπορούσε να είχε βρει μία καλύτερη σύντροφο. Αν και ισχυρίζεται ότι είναι σίγουρος ότι η σύζυγός του είναι έξυπνη με ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, στο μυαλό του εμφανίζεται συνεχώς η σκέψη ότι στην πραγματικότητα δεν ισχύουν αυτά. Κάθε φορά που διαβάζει τι γράφουν άλλες γυναίκες στο Facebook ή στο Twitter, η σκέψη: «Η γυναίκα μου δεν θα μπορούσε να είχε γράψει κάτι τόσο ενδιαφέρον» έρχεται συνεχώς στο μυαλό του. Παρατηρεί συνεχώς άλλες γυναίκες, τις ακούει και τις συγκρίνει με τη σύζυγό του. Ενώ συνειδητοποιεί ότι το πρόβλημα είναι δικό του, δεν καταφέρνει ωστόσο να απαλλαγεί από αυτές τις σκέψεις, οι οποίες του απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, του προκαλούν εκνευρισμό και του χαλάνε τον χρόνο που περνάει με τη σύζυγο και τα παιδιά του.

Η Εβελίνα και ο Φραγκίσκος  παρουσιάζουν αυτό που συνήθως αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή Σχετιζόμενη με τη Συντροφική Σχέση (Σ-ΙΨΔ), με άλλα λόγια Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή επικεντρωμένη στις συντροφικές σχέσεις. Όπως φαίνεται στα παραπάνω παραδείγματα, αυτή η μορφή Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής προκαλεί στους πάσχοντες μεγάλη δυσφορία και αναστάτωση και επηρεάζει και άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής τους, όπως την εργασία τους, τις σπουδές τους ή την οικογενειακή τους ζωή.

Είναι σύνηθες και φυσιολογικό  οι άνθρωποι να έχουμε κάποιες αμφιβολίες για το αν ο/η σύντροφος μας ή η σχέση μας είναι μας καλύπτει. Ομοίως, όλοι δίνουμε περισσότερη προσοχή στα πραγματικά ή τα φανταστικά ελαττώματα του/της συντρόφου μας καθώς η σχέση μας προχωράει. Ωστόσο, για κάποια άτομα, αυτές οι συνήθεις αμφιβολίες και ανησυχίες για τη σχέση τους (όπως στην περίπτωση της Εβελίνας) ή οι ανησυχίες για την καταλληλότητα του/της συντρόφου (όπως στην περίπτωση του Φραγκίσκου) σταδιακά χειροτερεύουν και αρχίζουν να καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο χρόνο στην καθημερινότητά τους.

Τα άτομα που παρουσιάζουν Σ-ΙΨΔ συχνά αναφέρουν ότι παρατηρούν τα πρώτα σημάδια αυτής της μορφής στην αρχή της ενηλικίωσής τους, τα οποία συνήθως επηρεάζουν τις περισσότερες από τις μετέπειτα ερωτικές τους σχέσεις. Άλλα άτομα μπορεί να εκδηλώσουν για πρώτη φορά τα συμπτώματα αυτής της μορφής όταν κληθούν να πάρουν σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της σχέσης τους (π.χ. να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά). Ενδέχεται επίσης τα συμπτώματα της Σ-ΙΔΨ να μην εστιάζουν σε κάποια τρέχουσα σχέση αλλά να αφορούν κάποια παρελθοντική σχέση  ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αυτός ο τύπος της διαταραχής μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο σε αποφυγή των ερωτικών σχέσεων γενικά.

Η Σ-ΙΨΔ περιλαμβάνει δύο επιμέρους υποτύπους: (α) έναν υπότυπο, τα συμπτώματα του οποίου επικεντρώνονται στη σχέση (η περίπτωση της Εβελίνας) και (β) έναν υπότυπο, τα συμπτώματα του οποίου επικεντρώνονται στον/στη σύντροφο (η περίπτωση του Φραγκίσκου). Η Εβελίνα παρουσιάζει ιδεοληπτικές σκέψεις με επίκεντρο τη σχέση της, ενώ ο Φραγκίσκος εμφανίζει ιδεοληψίες με επίκεντρο τη σύντροφό του. Άτομα, όπως η Εβελίνα, με ιδεοληψίες, οι οποίες επικεντρώνονται στις σχέσεις συχνά αισθάνονται ότι κυριεύονται από αμφιβολίες και ανησυχίες που εστιάζονται στα συναισθήματά τους προς τον σύντροφό τους, στα συναισθήματα του συντρόφου τους προς τα ίδια και στο αν η σχέση είναι η «σωστή». Για παράδειγμα, μπορεί να σκέφτονται επανειλημμένα: «Είναι αυτή η σωστή σχέση για μένα;», «Μήπως δεν είναι αυτή η πραγματική αγάπη!», «Νιώθω σωστά»;» ή «Με αγαπάει πραγματικά ο σύντροφός μου;» Άτομα, όπως ο Φραγκίσκος, τα οποία παρουσιάζουν ιδεοληψίες εστιασμένες στον σύντροφό τους, επικεντρώνονται στα φυσικά χαρακτηριστικά (π.χ. «Η μύτη της είναι πολύ μεγάλη»),  ή στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του συντρόφου τους (π.χ. «Δεν είναι αρκετά κοινωνικός», «Δεν έχει αυτό που χρειάζεται για να πετύχει στη ζωή», «Δεν είναι αρκετά έξυπνη», «Δεν είναι συναισθηματικά σταθερή»).

Οι δύο υπότυποι αυτού του τύπου της διαταραχής συχνά παρουσιάζονται ταυτόχρονα στο ίδιο άτομο και πολλές φορές μπορεί να ενισχύουν ο ένας τον άλλο. Κάποια άτομα περιγράφουν ότι στην αρχή ασχολούνται με ένα φανταστικό ελάττωμα του συντρόφου τους (π.χ. αναλογία σώματος) και στη συνέχεια κατακλύζονται από ιδεοληψίες σχετικά με το αν η σχέση είναι η σωστή. Αν και λιγότερο συνηθισμένο, κάποια άτομα αρχικά παρουσιάζουν ιδεοληψίες σχετικά με τη σχέση και αργότερα επικεντρώνονται σε κάποιο ελάττωμα του συντρόφου τους.

Πως είναι όταν κάποιος έχει Σ-ΙΨΔ;

Εκτός από τις ιδεοληπτικές σκέψεις και αμφιβολίες, τα άτομα με αυτόν τον τύπο της διαταραχής εμπλέκονται επίσης σε καταναγκαστικές συμπεριφορές, οι οποίες στοχεύουν στη μείωση των συναισθημάτων αβεβαιότητας, άγχους και αγωνίας ή στη μείωση της συχνότητας των ιδεοληπτικών σκέψεων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω συνήθεις καταναγκασμοί:

  • Παρακολούθηση και έλεγχος των συναισθημάτων τους («Νιώθω αγάπη;»), της συμπεριφοράς τους («Κοιτάω τους άλλους;») και των σκέψεων τους («Έχω επικριτικές σκέψεις για αυτήν;», «Έχω αμφιβολίες;»)
  • Σύγκριση της σχέσης τους με τη σχέση άλλων ανθρώπων, όπως φίλων, συναδέλφων ή ακόμα και χαρακτήρων σε ρομαντικές ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές.
  • Ανάκληση στιγμών που ένιωθαν σιγουριά όταν ήταν μαζί με τον σύντροφό τους.
  • Αναζήτηση καθησυχασμού από φίλους, οικογένεια, ειδικούς ψυχικής υγείας ή ακόμα και μάντεις ή μέντιουμ για τη σχέση τους.

Επιπρόσθετα, τα άτομα με Σ-ΙΨΔ συχνά προσπαθούν να αποφύγουν καταστάσεις που τους προκαλούν ανεπιθύμητες σκέψεις και αμφιβολίες. Για παράδειγμα, μπορεί να αποφεύγουν συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις, όπως φίλους που θεωρούν ότι είναι πολύ ερωτευμένοι ή έχουν μια «τέλεια» σχέση προκειμένου να μην νιώσουν αμφιβολίες για τη δική τους σχέση ή σύντροφο. Ομοίως για τον ίδιο λόγο μπορεί να αποφεύγουν συγκεκριμένες δραστηριότητες, όπως να βλέπουν ρομαντικές ταινίες, φοβούμενοι ότι δεν αισθάνονται τόσο «ισχυρή» ή «παθιασμένη» αγάπη όσο οι χαρακτήρες των ταινιών.

Τα άτομα με Σ-ΙΨΔ μπορεί να δίνουν υπερβολική αξία στις ρομαντικές/ερωτικές σχέσεις. Ως εκ τούτου, τα αρνητικά γεγονότα που σχετίζονται με τις σχέσεις τους μπορεί να τους προκαλούν μεγάλη αγωνία και να επηρεάζουν ακόμη και την αυτοεκτίμησή τους. Επιπλέον, τα άτομα με τον δεύτερο υπότυπο της διαταραχής μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στον τρόπο με τον οποίο ο σύντροφός τους αντιμετωπίζεται από τον περίγυρό τους. Όταν δεν αντιμετωπίζεται θετικά ή όταν υπάρχουν άλλοι πιθανοί «πιο κατάλληλοι» σύντροφοι στην παρέα, αυτές οι καταστάσεις συνήθως πυροδοτούν  ιδεοληπτικές σκέψεις και αμφιβολίες σχετικά με τον σύντροφό τους.

Τα άτομα με Σ-ΙΨΔ έχουν συνήθως ακραίες πεποιθήσεις σχετικά με τις σχέσεις, οι οποίες πεποιθήσεις τα κάνουν πιο ευάλωτα σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο επεξεργάζονται τις φυσιολογικές ανησυχίες και αμφιβολίες που όλοι έχουμε για τις σχέσεις μας. Τέτοιες πεποιθήσεις μπορεί να έχουν να κάνουν με την ιδέα ότι είναι καταστροφικό να βρίσκεται κανείς σε μια «λάθος» σχέση (π.χ. «Μια σχέση όπου δεν αισθάνομαι πάντα ότι είναι η σωστή είναι πιθανώς καταστροφική), ή με την ιδέα ότι μια σχέση μπορεί να λήξει (π.χ. «Το να χωρίσω από τη σύντροφό μου είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να μου συμβεί), ή με την ιδέα να μην βρίσκεται κανείς σε σχέση (π.χ. «Η ιδέα ότι θα περάσω μια ζωή χωρίς σύντροφο με τρομάζει μέχρι θανάτου»).

Ακραίες πεποιθήσεις σχετικά με τον έρωτα ή την αγάπη μπορεί επίσης να κάνουν τα άτομα με  Σ-ΙΨΔ πιο ευάλωτα σε αρνητικές σκέψεις ή συναισθήματα για τη σχέση τους. Παραδείγματα τέτοιων πεποιθήσεων μπορεί να περιλαμβάνουν: «Εάν η σχέση δεν είναι απολύτως τέλεια, είναι απίθανο να είναι «αληθινή αγάπη», «Αν έχεις αμφιβολίες για την αγάπη σου για τον σύντροφό σου, είναι πιθανό να μην είναι η «σωστή» σχέση» ή «Αν δεν σκέφτεσαι τον σύντροφό σου συνέχεια, ίσως δεν είναι ο ΕΝΑΣ». Όπως και σε άλλες μορφές της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, σε αυτόν τον τύπο της διαταραχής παρατηρούνται επίσης ακραίες πεποιθήσεις σχετικές με  τη σημασία των σκέψεων (π.χ. «Και να το σκεφτώ απλά, πρέπει να σημαίνει κάτι»), τη χαμηλή ανοχή στην αβεβαιότητα και το διογκωμένο αίσθημα ευθύνης.

Πώς αντιμετωπίζεται η Σ-ΙΨΔ;

Η Σ-ΙΨΔ αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως όλες οι μορφές της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής  που είναι η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία και ειδικότερα η Έκθεση με Παρεμπόδιση της Αντίδρασης, στην οποία χρησιμοποιούνται και βιωματικές τεχνικές, όπως έκθεση στη φαντασία.

 

 

Σημείωση: Το άρθρο βασίστηκε στη δημοσίευση των Guy Doron, PhD & Danny Derby, PhD, Relationship OCD στο the OCD Newsletter το 2014.  Οι συγγραφείς, κλινικοί ψυχολόγοι, διευθύνουν από κοινού τη Μονάδα Έρευνας για τη ΙΨΔ Σχετιζόμενη με τη Συντροφική Σχέση στο Τμήμα Ψυχολογίας του Διεπιστημονικού Κέντρου (IDC) στο Ισραήλ [Relationship Obsessive Compulsive Research Unit at the School of Psychology, Interdisciplinary Center (IDC) Herzliya, Israel (http://rocd.net)].