Γράφει η Αναστασία Κ.
Επιμελείται επιστημονικά η Γκόλφω Λιαμάκη
Είμαι η Αναστασία, είμαι 28 χρονών, και πάσχω από Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (Obsessive- Compulsive Disorder), θα τη λέμε OCD εν συντομία από εδώ και πέρα. Παρ’ όλο που η διάγνωσή μου μπήκε στην ηλικία των 20, τους τελευταίους 6 μήνες κάνω την κατάλληλη ψυχοθεραπεία για τη νόσο μου, που δεν είναι άλλη φυσικά από την Έκθεση και Παρεμπόδιση της Αντίδρασης (Exposure and Response Prevention), θα τη λέμε ERP από εδώ και πέρα, γιατί τα ακρωνύμια φαίνονται πιο κουλ και επαγγελματικά. Στην τελευταία συνεδρία που είχα λοιπόν με την ψυχοθεραπεύτρια μου, έχοντας φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο βελτίωσης, συζητήσαμε πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι σχετικά με το τι με έχει βοηθήσει κατά τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς (είπε) θα ήταν βοηθητικό και για μένα αλλά και για άλλους ανθρώπους που μπορεί να το διαβάσουν. Και λέω “είπε” γιατί ένα βασικό κομμάτι της θεραπείας βασίζεται στο να κάνεις πράγματα τα οποία δεν τα πιστεύεις, σου φαίνονται αστεία, ακατόρθωτα, περιττά, απλώς επειδή τα λέει ο θεραπευτής σου. Αλλά ας μην κάνω spoilers, πάμε να τα δούμε επιγραμματικά, αναλυτικά και οργανωμένα (όπως μας αρέσει και τους αξίζει):
- Η διάγνωση
Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που πήγα πρώτη φορά στον ψυχίατρο και του περιέγραψα τα συμπτώματά μου. Και μου είπε “εντάξει, η OCD είναι μία συχνή νόσος”. Βγήκα από το ραντεβού 10 κιλά ελαφρύτερη. Η ανακούφιση που ένιωσα όταν μπήκε όνομα σε αυτό που μου συνέβαινε ήταν γιγαντιαία. Ένιωσα ξαφνικά ότι δεν είμαι μόνη, δεν είμαι τρελή, υπάρχει κάποιος που με πιστεύει, τα συμπτώματά μου έχουν όνομα. Και βέβαια μετά ήρθε το άγχος (καλά είχε έρθει εδώ και χρόνια αλλά καταλάβατε), η θλίψη, ο θυμός, η ματαίωση. Τελικά όντως κάτι έχω, δεν είναι στο μυαλό μου όλα (ή μήπως είναι;). Αλλά τώρα, 8 χρόνια μετά καταλήγω πως μόνο βοηθητικό ήταν. Οπότε, παιδιά, λέμε ναι στις διαγνώσεις, κάνουν καλό (or not για κάποιους).
No shit, Sherlock. Κι όμως, ποιος να το φανταζόταν ότι πρέπει να πάρεις φάρμακα για μία νόσο, η οποία τις περισσότερες φορές είναι σοβαρή και οι πάσχοντες έχουν αυξημένα επίπεδα δυσλειτουργίας. Οκέι, θα μιλήσω από προσωπική εμπειρία. Η πρώτη μου επαφή με ψυχιατρικά φάρμακα ήταν όταν είχα πρωτοδιαγνωστεί και ο γιατρός μου μού είχε συνταγογραφήσει Ladose (είναι ένα φάρμακο στην κατηγορία των αντικαταθλιπτικών που λέγονται Selective Serotonin Reuptake Inhibitors ή εν συντομία SSRIs). Χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, φυσικά, είχα αντίσταση στα φάρμακα στην αρχή (“τι ποιος εγώ γιατί – μια χαρά είμαι – τι είναι αυτός ο διάολος – θα εθιστώ”) – όλο το πακέτο, αλλά τα πήρα καθώς η κατάσταση ήταν αρκετά δύσκολη τότε. Και ποιος να το φανταζόταν, βοήθησαν. Και μετά συνεχίζοντας με την ίδια πλήρη έλλειψη πρωτοτυπίας, έγινα καλύτερα και τα έκοψα. Και ναι, υποτροπίασα. Και τα ξανάρχισα, με πιο μεγάλη σοβαρότητα και υπευθυνότητα αυτή τη φορά. Γιατί ένα μεγάλο μέρος της θεραπείας είναι η υπευθυνότητα με την οποία θα αντιμετωπίσεις την κατάσταση σου. Τι εννοώ: Οι περισσότεροι πάσχοντες θέλουμε να πετάξουμε από πάνω μας το “κακό”. Να το ξεριζώσουμε, να το εξαλείψουμε, να το ξεχάσουμε, να το ξεπλύνουμε, μέχρι και να γδάρουμε το δέρμα μας εάν αυτό σημαίνει ότι θα “φύγει”. Και όταν έρχεται η πρώτη βελτίωση τρέχουμε να γυρίσουμε στην “κανονικότητα”, τον “αληθινό εαυτό” μας, το “ουφ μια φάση ήταν τελικά” και κόβουμε τα φάρμακα γιατί αυτά μας θυμίζουν ότι πάσχουμε. Αλλά όπως λέει και ο σοφός λαός (καλά όχι και πολύ σοφός εδώ που τα λέμε), το πρόβλημα δεν λύνεται αν απλώς το βάλουμε κάτω από το χαλάκι. Και μετά σιγά-σιγά αλλάζεις, παίρνεις την ευθύνη του εαυτού σου και της νόσου σου. Δεν φταις εσύ που την έχεις, αλλά μόνο εσύ έχεις την ευθύνη (και τη δυνατότητα) να κάνεις κάτι γι’ αυτό.
Και φυσικά, δεν λέω χαπακωθείτε, αδέρφια, γιατί χανόμαστε, απλώς λέω ότι σίγουρα η φαρμακευτική αγωγή είναι σωτήρια, όπου αυτή ενδείκνυται. Ο πρώτος μου γιατρός έλεγε πάντα πως η νόσος είναι σαν να έχεις πάθει λάστιχο με το αμάξι. Για να αλλάξεις τη ρόδα πρέπει να σηκώσεις το αυτοκίνητο. Γιατί να σηκώσεις μόνη σου όλο το βάρος ενώ υπάρχει ο γρύλος; Και κάτι ακόμα. Για να έχεις φτάσει σε σημείο να απευθυνθείς σε ειδικό ψυχικής υγείας, μάλλον (δυστυχώς) τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα για σένα. Οπότε όχι, μην πεις “εεε, πήγα στο γιατρό και μου έγραψε κατευθείαν φάρμακα”. Ναι, σου έγραψε φάρμακα γιατί μάλλον τα χρειάζεσαι, γιατί αυτό που έχεις είναι κάτι σοβαρό και απλώς έχεις μάθει να ζεις με αυτό και να σου λένε όλοι “έλα μωρέ σιγά δεν είναι τίποτα, βγες μια βόλτα να ξεχαστείς”. Σκέψου το εξής: Τι γνώμη θα είχες για έναν γιατρό αν πήγαινες τη μητέρα σου που έχει πυρετό εδώ και 10 μέρες, δεν μπορεί να φάει, να σηκωθεί από το κρεβάτι και κάθε φορά που βήχει είναι λες και χάνει ένα κομμάτι πνεύμονα, και αυτός έλεγε “Κυρία Ασπασία πιείτε λίγο τσαγάκι με τσουκνίδα-έχει αντιφλεγμονώδη δράση”; Γιατί η OCD σου είναι διαφορετική;
- Η ψυχοθεραπεία
Και όχι η οποιαδήποτε ψυχοθεραπεία, η ERP, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο κείμενο. Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναλύσω κάποια milestones της θεραπείας μου κατά τη διάρκεια των 6 αυτών μηνών. Πάμε λοιπόν:
- Οι ορισμοί
Όταν είχα πρωτοξεκινήσει την ψυχοθεραπεία πριν 8 περίπου χρόνια (τότε έκανα Cognitive-Behavioural Therapy, θα τη λέμε CBT από δω και πέρα – you get the point), ήμουν εντυπωσιασμένη όταν ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με τους όρους ιδεοληψίες, καταναγκασμοί, σκέψη, συναίσθημα, πρόθεση, πράξη και άλλες τέτοιες περίπλοκες λέξεις. Θυμάμαι κιόλας να το περηφανεύομαι και να κάνω την έξυπνη σε συζητήσεις σχετικές λέγοντας “το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να γνωρίσεις τη νόσο σου, να ορίσεις τα συμπτώματα”. Και έτσι πέρασαν πολλά χρόνια, έως ότου ήρθε η μεγάλη υποτροπή και τότε ξεκίνησα με την ERP. Θυμάμαι τότε από τα πρώτα πράγματα που με είχε ρωτήσει η ψυχοθεραπεύτρια μου ήταν πόση ώρα με απασχολεί μέσα στην ημέρα η OCD. Και της είχα απαντήσει ΟΛΗ ΜΕΡΑ, ΕΧΩ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ. Θυμάμαι να νιώθω τόσο αβοήθητη και πελαγωμένη γιατί όντως από τη στιγμή που θα ξυπνούσα μέχρι τη στιγμή που θα έπεφτα στο κρεβάτι, στο μυαλό μου έπαιζε ένα background σκέψεων, που μέχρι τότε θεωρούσα ιδεοληψίες. Ωστόσο, όταν μου είπε η ψυχοθεραπεύτρια ότι αυτές οι σκέψεις είναι νοεροί καταναγκασμοί και όχι ιδεοληψίες, τότε γκρεμίστηκε (ή τότε ήταν που άρχισε να ξαναχτίζεται) ο κόσμος μου. Μου είπε πως οι ιδεοληψίες είναι σαν “κεραυνός εν αιθρία”, δεν τις ελέγχεις, σου έρχονται απότομα στο μυαλό, και είναι ΑΚΟΥΣΙΕΣ. Αντίθετα, οι νοεροί καταναγκασμοί είναι σκέψεις που κάνεις για να ανακουφιστείς από τη δυσφορία που προκαλούν οι ιδεοληψίες, κάνοντας ένα συνεχές “problem solving” που λένε και στο χωριό μου. Και θα μου πείτε, ναι, οκέι, Αναστασία αυτό το ξέραμε (did you now?), αλλά η συνειδητοποίηση ότι οι νοεροί καταναγκασμοί είναι ΕΚΟΥΣΙΟΙ (όπως όλοι οι καταναγκασμοί έτσι κι αλλιώς), αποτέλεσε το πρώτο “σπρώξιμο” προς την ελευθερία. Συνειδητοποίησα ότι ήταν εκούσιες σκέψεις, άρα τις έκανα εγώ, άρα είχα δύναμη πάνω τους, δεν ήμουν απλώς ένα έρμαιό τους. How cool is that?
- Η καταγραφή της προόδου με χειροπιαστές μεθόδους
Μα, (σας φαντάζομαι να λέτε) πώς θα μετρήσουμε την πρόοδο σε μια ψυχική νόσο; Κι όμως, σε συγκεκριμένες μορφές ψυχοθεραπείας (μια εκ των οποίων είναι και η CBT), τα αποτελέσματα πρέπει να είναι μετρήσιμα. Θέτεις στόχους μαζί με τον/την θεραπευτή/ριά σου, κάνεις χρονοδιάγραμμα, και όταν έρχεται η ώρα του απολογισμού βλέπεις πώς τα πήγες. Όχι για να κρίνει κανένας αν είσαι καλός ή κακός στη θεραπεία σου, αλίμονο, αλλά όταν η απάντηση στην ερώτηση “Πόσο χρόνο ξοδεύεις την ημέρα σε καταναγκασμούς” είναι 90% και μετά από ένα τρίμηνο η απάντηση στην ίδια ερώτηση είναι 20%, ε, φουσκώνεις από δύναμη και περηφάνια για τον εαυτό σου, πώς να το κάνουμε.
- Η ιεράρχηση όλων των ιδεοληπτικών φόβων
Ναι, ναι, το ξέρω πως είναι θεμέλιο της CBT, αλλά είναι άξιο προσοχής. Η θεραπεία της OCD είναι μια διαρκής πάλη, οπότε το να δεχτείς πως κάποιους αγώνες θα τους χάσεις είναι σημαντικό. Εννοώ πως αν, για παράδειγμα, σε αγχώνει πολύ η σκέψη μήπως το πόμολο που έπιασες είχε μικρόβια και αν κολλήσεις κάτι θα το μεταδώσεις και στην οικογένεια σου και κάποιος που αγαπάς μπορεί να πεθάνει (oh yes, τόσο γρήγορα πάει η σκέψη), αλλά ο μεγαλύτερος φόβος είναι πως ενώ οδηγούσες μπορεί να πάτησες κάποιον και να τον σκότωσες χωρίς να το έχεις αντιληφθεί, το να κάνεις παρεμπόδιση του καταναγκασμού στην πρώτη περίπτωση μπορεί να σου είναι λίγο πιο εύκολο από τη δεύτερη. Έτσι, ξεκινώντας από τους πιο “μικρούς” φόβους, αποκτάς εμπιστοσύνη στον εαυτό σου όταν τελικά τα καταφέρνεις, βρίσκεις το κουράγιο να προχωρήσεις παρακάτω. Και προφανώς, κάποιες φορές μπορεί να μην τα καταφέρεις, όλα μέσα στο παιχνίδι είναι.
- Η αναζήτηση όλων (μα όλων – ναι και αυτών που δεν καταλαβαίνεις ότι τους κάνεις) των καταναγκασμών
Αν η OCD σού χτύπησε πρόσφατα την πόρτα και αναζήτησες γρήγορα θεραπεία, πρώτον συγχαρητήρια! Δεύτερον, μάλλον η αναγνώριση των καταναγκασμών είναι σχετικά απλή και εύκολη. Ωστόσο, όπως δυστυχώς γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις των πασχόντων, αν ζεις πολλά χρόνια με τη διαταραχή, είναι πολύ πιθανόν αυτή να έχει εισβάλει και να έχει επηρεάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου, με αποτέλεσμα κάποιες σκέψεις και συμπεριφορές να έχουν κανονικοποιηθεί. Για αυτό χρειάζεται πολλή σκέψη, προσπάθεια και σκάψιμο ώστε να καταλάβεις ποιες από αυτές είναι κανονικές και ποιες όχι, έχοντας πάντα στο μυαλό σου σε τι αποσκοπεί μια σκέψη ή πράξη – αν δηλαδή αυτή γίνεται με σκοπό να καθησυχάσεις την ΟCD ή όχι. Μία μικρή παρένθεση επειδή ξέρω πως η λέξη “κανονικό” είναι λίγο τζιζ: τη λέξη “κανονικές” τη χρησιμοποιώ για να δηλώσω αυτό ακριβώς που λέει η λέξη, δηλαδή την “κανονικότητα” – κάτι που κάνει η πλειοψηφία των ανθρώπων – κλείνει η παρένθεση. Στη δίκη μου περίπτωση, ήταν συνταρακτική αποκάλυψη όταν κατάλαβα ότι σχεδόν κάθε μου κίνηση, απόφαση και σκέψη έκρυβε κατά βάθος καταναγκασμό. Στην αρχή καταρρακώθηκα σκεπτόμενη πόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής μου είχε επηρεάσει η διαταραχή, στη συνέχεια όμως κατάλαβα πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αναμετρηθώ μαζί της όπως έπρεπε.
- Ο επαναπροσδιορισμός του τι σημαίνει βελτίωση και θεραπεία
Χωρίς να έχω κάνει ενδελεχή δημοσκόπηση και στατιστική ανάλυση, είναι γεγονός πως όλοι οι πάσχοντες κατά το θεραπευτικό ξεκίνημα πιστεύουμε (λαχταρούμε βασικά) πως σκοπός της θεραπείας είναι να σταματήσουν επιτέλους αυτές οι βασανιστικές σκέψεις – μόνο έτσι θα γίνουμε καλά. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η διαταραχή έχει ένα ακούσιο και ένα εκούσιο κομμάτι, η θεραπεία έγκειται στο να έχεις τις βασανιστικές σκέψεις, να τις αφήνεις να υπάρχουν, αλλά να μην βαράνε κάθε φορά τα καμπανάκια “εκκένωσης κτηρίου”, δηλαδή να μην κάνεις κάτι για αυτές, και στο τέλος να πάψουν να είναι βασανιστικές, και να γίνουν αυτό που είναι, δηλαδή απλώς σκέψεις.
- Η πίστη στη διαδικασία
Αυτό είναι το αγαπημένο μου κομμάτι, δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί εκεί κλονίζεται όλος ο πυρήνας και του πάσχοντα αλλά και της διαταραχής που κουβαλάει. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως συνήθως οι άνθρωποι με OCD έχουν την τάση να θέλουν να έχουν τον έλεγχο – ακόμα και σε καταστάσεις που αυτό είναι αδύνατο – εκεί ακριβώς είναι που πρέπει να αποδεχτείς πως ακόμα και αν δεν πιστεύεις πως αυτό θα περάσει κάποτε, ακόμα και αν όλο σου το σώμα σου φωνάζει “κάνε κάτι αλλιώς χανόμαστε”, ακόμα και αν πιστεύεις πως πριν ήσουν καλύτερα μωρέ – ποιος παίρνει τέτοιο ρίσκο τώρα – εκεί είναι που πρέπει να αφεθείς (ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή σου) και να “χάσεις” τον έλεγχο.
- Η αποδοχή της κυμαινόμενης πορείας της βελτίωσης και όχι της γραμμικής
Όπως οι περισσότερες ψυχικές ασθένειες, έτσι και αυτή έχει εξάρσεις και υφέσεις. Όπως είπαμε και προηγουμένως, κάποιες μάχες θα τις χάσεις. Και (μπορεί) να υποτροπιάσεις. Και (μπορεί) και όχι. Αλλά οκέι, επειδή κάποια πράγματα είναι σίγουρα (όσο σίγουρα μπορούν να είναι δηλαδή), η αποδοχή ότι θα υπάρχουν σκαμπανεβάσματα είναι σημαντική.
- Η αναγνώριση ακόμη και της μικρής προόδου
Παρ’ όλο που αυτή η φράση είναι λες και είναι βγαλμένη από βιβλίο life coaching, εγώ ως βαθιά ενοχικό και αυστηρό με τον εαυτό μου άτομο, ποτέ δεν το είχα ως δεδομένο. Έπρεπε συνεχώς να υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως το να λέμε και καμία φορά μπράβο στον εαυτό μας δεν είναι και κακό βρε αδερφέ!
- Η υπομονή
Παιδιά, η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα, και σίγουρα ούτε η ψυχική μας υγεία. Ένα βασικό στοιχείο της OCD, είναι πως συνήθως οι πάσχοντες έχουν εναισθησία, καταλαβαίνουν δηλαδή ότι οι ιδεοληψίες πηγαίνουν κόντρα στο ποιοι είναι πραγματικά (είναι δηλαδή εγω-δυστονικές) και ότι είναι “παράλογες” σκέψεις, καθώς και ότι οι καταναγκασμοί είναι “υπερβολικοί”. Για αυτό και η δυσφορία είναι τεράστια και υπάρχει μεγάλη ανυπομονησία για βελτίωση. Αλλά ο εγκέφαλος (δηλαδή όχι ο ίδιος ο εγκέφαλος, αλλά οι νευρικές συνάψεις) αλλάζουν με βασανιστικά αργό ρυθμό. Πότε να προλάβουν εξάλλου οι καημένοι οι υποδοχείς και οι νευροδιαβιβαστές να προσαρμοστούν στη νέα τάξη πραγμάτων;
- Η επανάληψη
Και μιας και λέμε για τον εγκέφαλο, σίγουρα έχετε ακούσει όλοι για το μηχανισμό της μάθησης. Η θεραπεία της ΟCD βασίζεται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς (στην παρεμπόδιση των καταναγκασμών δηλαδή). Έρευνες έχουν δείξει ότι με την τροποποίηση της συμπεριφοράς επέρχεται και αλλαγή στις συνάψεις του εγκεφάλου, αλλά αυτό θέλει χρόνο όπως είπαμε παραπάνω, και μόνο με την επανάληψη θα επέλθει το πολυπόθητο neuromodulation.
- Η υπενθύμιση ότι δεν έχω άλλη επιλογή
Από τις αγαπημένες φράσεις της ψυχοθεραπεύτριάς μου. Όταν πολλές φορές χάνομαι μέσα στον κύκλο της OCD και προσπαθώ να βρω λύση (“ναι, αλλά μήπως αυτή τη φορά είναι διαφορετικά και πρέπει να είμαι σίγουρη;”) και η αναποφασιστικότητά μου γιγαντώνεται, πέφτω πάλι στον ίδιο τοίχο και θυμάμαι ότι δεν έχω άλλη επιλογή, οπότε το δίλημμα απλουστεύει και γίνεται από τη μία οι μαθημένες συμπεριφορές που έκανα μέχρι τώρα και ξέρω πού θα οδηγήσουν (spoiler, στην υποτροπή), και από την άλλη να μείνω με το άγχος μου και να αντισταθώ στους καταναγκασμούς. Δεν ξέρω για σας, εγώ διαλέγω την κουρτίνα νούμερο δύο.
- Οι ομαδικές συναντήσεις
Εδώ θα αναφέρω πάλι αυτό περί του στη θεραπεία κάνουμε πράγματα επειδή απλώς τα λέει ο θεραπευτής μας. Στην αρχή είχα μεγάλη αντίσταση στις ομαδικές συναντήσεις που έκαναν οι συμπάσχοντες, γιατί κι εδώ χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας έλεγα πως “ναι, αλλά η δικιά μου περίπτωση είναι πιο δύσκολη και περίπλοκη, δεν θα με καταλάβουν, άσε που μπορεί να ακούσω πράγματα που θα με τριγκάρουν”. Μετά έμαθα πως η φράση “Your OCD is not special” αποτελεί inside joke στην κοινότητα. Και εντάξει, προφανώς ένα πλαίσιο ομαδικής είναι πολύ βοηθητικό για πολλούς λόγους οι οποίοι είναι για επόμενο κείμενο.
- Το σκυλί μου
Η απόφαση να πάρω σκυλί ή όχι ήταν αγαπημένο θέμα της OCD μου τον τελευταίο χρόνο. Ωστόσο, μέσα από τη θεραπεία κατέληξα στο take the risk και ό, τι γίνει. Για όσους δεν με ξέρουν μπορεί όλο αυτό να ακούγεται κάπως ανεύθυνο, αλλά να πω σε αυτό το σημείο πως πριν έρθει η Μίλκα στο σπίτι είχα κάνει σοβαρή έρευνα – ξέρετε, αυτά τα άρθρα “10+1 τρόποι να μετακομίσετε με το σκύλο σας στη Μεγάλη Βρετανία” για τη μεταφορά σκύλου στην Αγγλία σε ενδεχόμενη μετανάστευση. Οπότε και πήρα την απόφαση να την υιοθετήσω, και νομίζω είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω κάνει για μένα. Πέρα από το γεγονός ότι ένα σκυλί θες δεν θες σε βάζει σε πρόγραμμα και είναι η καλύτερη συντροφιά που θα μπορούσες να έχεις, αποτελεί και ένα θεμιτό distraction σε δύσκολες περιόδους. Εγωιστικό; Μπορεί. Πάντως τη λατρεύουμε, και αυτή φαίνεται να περνάει ζάχαρη, οπότε όλα καλά.
- Οι κοντινοί μου άνθρωποι
Στην OCD οι κοντινοί άνθρωποι μπορεί να είναι από πηγή ιδεοληψιών και μέσο για εκτέλεση καταναγκασμών μέχρι σανίδα σωτηρίας. Παρ’ όλο που η ψυχική αυτή διαταραχή, όπως και όλες νομίζω, είναι αρκετά μοναχική είτε γιατί σου στερεί τα σημαντικά πράγματα για σένα, είτε γιατί θέλει προσωπική προσπάθεια και αγώνα, ο στενός κύκλος του ατόμου παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεραπεία. Η OCD είναι η πιο παρεξηγημένη ψυχική νόσος και είναι συχνά πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον μη πάσχοντα τη φύση των συμπτωμάτων σου. Ωστόσο, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανοιχτά αυτιά και μάτια για να δουν, να ακούσουν και να καταλάβουν, να είναι δίπλα σου σε αυτό τον δύσκολο αγώνα. Και αν έχετε τέτοιους ανθρώπους κρατήστε τους, τους υπόλοιπους κάντε τους μια παύση μέχρι να μπορέσετε να τους αντιμετωπίσετε κατάλληλα, με όποιον τρόπο.
- Το να λέω για την πάθηση μου στους γύρω μου
Όταν μού έγινε η διάγνωση πριν 8 χρόνια, θυμάμαι ότι το είχα μοιραστεί μόνο με δυο άτομα. Παρ’ όλο που η συνειδητή και αγωνιστική φωνή μου έλεγε “Αναστασία, είναι μόνο μια νόσος όπως όλες οι υπόλοιπες, πες το”, είχα τρομερά μεγάλες αναστολές, γιατί ντρεπόμουν, γιατί ήλπιζα πως θα περάσει όποτε “έλα μωρέ σιγά μην πεις τίποτα θα ξεχαστεί”; Δεν ξέρω, πάντως δεν το έλεγα. Και για να πω και την αλήθεια, με την τόση μεγάλη παραπληροφόρηση γύρω από την OCD, ήμουν τόσο ψυχικά εξουθενωμένη, που μόνο ψυχοεκπαίδευση δεν είχα όρεξη να κάνω – στο κάτω κάτω 21ος αιώνας είναι, όποιος θέλει μπορεί να κάνει ένα google search αντί να κάθεται να βλέπει βιντεάκια στο τικ τοκ με τέλεια οργανωμένα ντουλάπια φαγητού και με χασταγκ #imsoocd. Και φυσικά, επειδή όπως και στους περισσότερους πάσχοντες, οι ιδεοληπτικές σκέψεις είναι “κακού” περιεχομένου, δεν μπορούσα να έρθω αντιμέτωπη με την αντίδραση “ναι, αλλά αν σκέφτηκες κάτι κακό για το σύντροφό σου μήπως πρέπει να χωρίσεις;”. TRIGGERED. Βέβαια από την άλλη αυτό θα ήταν η τέλεια έκθεση, αλλά δεν μπορούσα να τα κάνω όλα ταυτόχρονα – και ούτε τώρα μου είναι εύκολο. Πλέον όμως, δεν θα ντραπώ να το πω αν έρθει η συζήτηση, αν ακούσω ή διαβάσω κάτι παραπλανητικό σχετικά με τη νόσο, ή ακόμα και αν θέλω να προκαλέσω έκπληξη και να κάνω κάποιους να νιώσουν αμήχανα – πάντα μου άρεσε να το κάνω αυτό. Πολλοί άνθρωποι ανοίγουν το στόμα τους και λένε διαφορά μη σκεπτόμενοι πως ο συνομιλητής τους μπορεί να βρίσκεται σε μια θέση ή να βιώνει μία κατάσταση που δεν τους έχει περάσει ποτέ από το μυαλό. Οπότε ναι, παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση όταν βλέπω την αντίδραση τους, και πού ξέρεις την επόμενη φορά ίσως σκεφτούν λίγο περισσότερο πριν μιλήσουν. Και φυσικά, δεν λέω πως όλοι οι άνθρωποι με ψυχικές διαταραχές πρέπει να μιλούν γι’ αυτό και να παλεύουν 24/7 για την αποστιγματοποίηση, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο καθένας παίρνει τον χρόνο του και δρα όπως πιστεύει ότι είναι καλό για τον ίδιο. Αυτονόητο; Για τους περισσότερους ανθρώπους μπορεί, αλλά για εμάς με OCD τις περισσότερες φορές καθόλου. Γιατί όταν έχεις μια ολόκληρη κοινωνία να σου υπενθυμίζει συνεχώς το πόσο φταις εσύ για αυτό που σου συμβαίνει, μόνο εύκολο δεν είναι να εκτεθείς. Αλλά μέχρι να μπορούν όλοι να μιλήσουν ανοιχτά, θα υπάρχουν κάποιοι για να τους βοηθήσουν αν και εφόσον θελήσουν κάποια στιγμή να το κάνουν.