Tag Archive for: ΙΔΨ

Γράφει η Αναστασία Κ.

Επιμελείται επιστημονικά η Γκόλφω Λιαμάκη

Είμαι η Αναστασία, είμαι 28 χρονών, και πάσχω από Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (Obsessive- Compulsive Disorder), θα τη λέμε OCD εν συντομία από εδώ και πέρα. Παρ’ όλο που η διάγνωσή μου μπήκε στην ηλικία των 20, τους τελευταίους 6 μήνες κάνω την κατάλληλη ψυχοθεραπεία για τη νόσο μου, που δεν είναι άλλη φυσικά από την Έκθεση και Παρεμπόδιση της Αντίδρασης (Exposure and Response Prevention), θα τη λέμε ERP από εδώ και πέρα, γιατί τα ακρωνύμια φαίνονται πιο κουλ και επαγγελματικά. Στην τελευταία συνεδρία που είχα λοιπόν με την ψυχοθεραπεύτρια μου, έχοντας φτάσει σε ένα ικανοποιητικό σημείο βελτίωσης, συζητήσαμε πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι σχετικά με το τι με έχει βοηθήσει κατά τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς (είπε) θα ήταν βοηθητικό και για μένα αλλά και για άλλους ανθρώπους που μπορεί να το διαβάσουν. Και λέω “είπε” γιατί ένα βασικό κομμάτι της θεραπείας βασίζεται στο να κάνεις πράγματα τα οποία δεν τα πιστεύεις, σου φαίνονται αστεία, ακατόρθωτα, περιττά, απλώς επειδή τα λέει ο θεραπευτής σου. Αλλά ας μην κάνω spoilers, πάμε να τα δούμε επιγραμματικά, αναλυτικά και οργανωμένα (όπως μας αρέσει και τους αξίζει):

  1. Η διάγνωση

Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που πήγα πρώτη φορά στον ψυχίατρο και του περιέγραψα τα συμπτώματά μου. Και μου είπε “εντάξει, η OCD είναι μία συχνή νόσος”. Βγήκα από το ραντεβού 10 κιλά ελαφρύτερη. Η ανακούφιση που ένιωσα όταν μπήκε όνομα σε αυτό που μου συνέβαινε ήταν γιγαντιαία. Ένιωσα ξαφνικά ότι δεν είμαι μόνη, δεν είμαι τρελή, υπάρχει κάποιος που με πιστεύει, τα συμπτώματά μου έχουν όνομα. Και βέβαια μετά ήρθε το άγχος (καλά είχε έρθει εδώ και χρόνια αλλά καταλάβατε), η θλίψη, ο θυμός, η ματαίωση. Τελικά όντως κάτι έχω, δεν είναι στο μυαλό μου όλα (ή μήπως είναι;). Αλλά τώρα, 8 χρόνια μετά καταλήγω πως μόνο βοηθητικό ήταν. Οπότε, παιδιά, λέμε ναι στις διαγνώσεις, κάνουν καλό (or not για κάποιους).

  1. Τα φάρμακα

No shit, Sherlock. Κι όμως, ποιος να το φανταζόταν ότι πρέπει να πάρεις φάρμακα για μία νόσο, η οποία τις περισσότερες φορές είναι σοβαρή και οι πάσχοντες έχουν αυξημένα επίπεδα δυσλειτουργίας. Οκέι, θα μιλήσω από προσωπική εμπειρία. Η πρώτη μου επαφή με ψυχιατρικά φάρμακα ήταν όταν είχα πρωτοδιαγνωστεί και ο γιατρός μου μού είχε συνταγογραφήσει Ladose (είναι ένα φάρμακο στην κατηγορία των αντικαταθλιπτικών που λέγονται Selective Serotonin Reuptake Inhibitors ή εν συντομία SSRIs). Χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, φυσικά, είχα αντίσταση στα φάρμακα στην αρχή (“τι ποιος εγώ γιατί – μια χαρά είμαι – τι είναι αυτός ο διάολος – θα εθιστώ”) – όλο το πακέτο, αλλά τα πήρα καθώς η κατάσταση ήταν αρκετά δύσκολη τότε. Και ποιος να το φανταζόταν, βοήθησαν. Και μετά συνεχίζοντας με την ίδια πλήρη έλλειψη πρωτοτυπίας, έγινα καλύτερα και τα έκοψα. Και ναι, υποτροπίασα. Και τα ξανάρχισα, με πιο μεγάλη σοβαρότητα και υπευθυνότητα αυτή τη φορά. Γιατί ένα μεγάλο μέρος της θεραπείας είναι η υπευθυνότητα με την οποία θα αντιμετωπίσεις την κατάσταση σου. Τι εννοώ: Οι περισσότεροι πάσχοντες θέλουμε να πετάξουμε από πάνω μας το “κακό”. Να το ξεριζώσουμε, να το εξαλείψουμε, να το ξεχάσουμε, να το ξεπλύνουμε, μέχρι και να γδάρουμε το δέρμα μας εάν αυτό σημαίνει ότι θα “φύγει”. Και όταν έρχεται η πρώτη βελτίωση τρέχουμε να γυρίσουμε στην “κανονικότητα”, τον “αληθινό εαυτό” μας, το “ουφ μια φάση ήταν τελικά” και κόβουμε τα φάρμακα γιατί αυτά μας θυμίζουν ότι πάσχουμε. Αλλά όπως λέει και ο σοφός λαός (καλά όχι και πολύ σοφός εδώ που τα λέμε), το πρόβλημα δεν λύνεται αν απλώς το βάλουμε κάτω από το χαλάκι. Και μετά σιγά-σιγά αλλάζεις, παίρνεις την ευθύνη του εαυτού σου και της νόσου σου. Δεν φταις εσύ που την έχεις, αλλά μόνο εσύ έχεις την ευθύνη (και τη δυνατότητα) να κάνεις κάτι γι’ αυτό.

Και φυσικά, δεν λέω χαπακωθείτε, αδέρφια, γιατί χανόμαστε, απλώς λέω ότι σίγουρα η φαρμακευτική αγωγή είναι σωτήρια, όπου αυτή ενδείκνυται. Ο πρώτος μου γιατρός έλεγε πάντα πως η νόσος είναι σαν να έχεις πάθει λάστιχο με το αμάξι. Για να αλλάξεις τη ρόδα πρέπει να σηκώσεις το αυτοκίνητο. Γιατί να σηκώσεις μόνη σου όλο το βάρος ενώ υπάρχει ο γρύλος; Και κάτι ακόμα. Για να έχεις φτάσει σε σημείο να απευθυνθείς σε ειδικό ψυχικής υγείας, μάλλον (δυστυχώς) τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα για σένα. Οπότε όχι, μην πεις “εεε, πήγα στο γιατρό και μου έγραψε κατευθείαν φάρμακα”. Ναι, σου έγραψε φάρμακα γιατί μάλλον τα χρειάζεσαι, γιατί αυτό που έχεις είναι κάτι σοβαρό και απλώς έχεις μάθει να ζεις με αυτό και να σου λένε όλοι “έλα μωρέ σιγά δεν είναι τίποτα, βγες μια βόλτα να ξεχαστείς”. Σκέψου το εξής: Τι γνώμη θα είχες για έναν γιατρό αν πήγαινες τη μητέρα σου που έχει πυρετό εδώ και 10 μέρες, δεν μπορεί να φάει, να σηκωθεί από το κρεβάτι και κάθε φορά που βήχει είναι λες και χάνει ένα κομμάτι πνεύμονα, και αυτός έλεγε “Κυρία Ασπασία πιείτε λίγο τσαγάκι με τσουκνίδα-έχει αντιφλεγμονώδη δράση”; Γιατί η OCD σου είναι διαφορετική;

  1. Η ψυχοθεραπεία

Και όχι η οποιαδήποτε ψυχοθεραπεία, η ERP, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο κείμενο. Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναλύσω κάποια milestones της θεραπείας μου κατά τη διάρκεια των 6 αυτών μηνών. Πάμε λοιπόν:

  • Οι ορισμοί

Όταν είχα πρωτοξεκινήσει την ψυχοθεραπεία πριν 8 περίπου χρόνια (τότε έκανα Cognitive-Behavioural Therapy, θα τη λέμε CBT από δω και πέρα – you get the point), ήμουν εντυπωσιασμένη όταν ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με τους όρους ιδεοληψίες, καταναγκασμοί, σκέψη, συναίσθημα, πρόθεση, πράξη και άλλες τέτοιες περίπλοκες λέξεις. Θυμάμαι κιόλας να το περηφανεύομαι και να κάνω την έξυπνη σε συζητήσεις σχετικές λέγοντας  “το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να γνωρίσεις τη νόσο σου, να ορίσεις τα συμπτώματα”. Και έτσι πέρασαν πολλά χρόνια, έως ότου ήρθε η μεγάλη υποτροπή και τότε ξεκίνησα με την ERP. Θυμάμαι τότε από τα πρώτα πράγματα που με είχε ρωτήσει η ψυχοθεραπεύτρια μου ήταν πόση ώρα με απασχολεί μέσα στην ημέρα η OCD. Και της είχα απαντήσει ΟΛΗ ΜΕΡΑ, ΕΧΩ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ. Θυμάμαι να νιώθω τόσο αβοήθητη και πελαγωμένη γιατί όντως από τη στιγμή που θα ξυπνούσα μέχρι τη στιγμή που θα έπεφτα στο κρεβάτι, στο μυαλό μου έπαιζε ένα background σκέψεων, που μέχρι τότε θεωρούσα ιδεοληψίες. Ωστόσο, όταν μου είπε η ψυχοθεραπεύτρια ότι αυτές οι σκέψεις είναι νοεροί καταναγκασμοί και όχι ιδεοληψίες, τότε γκρεμίστηκε (ή τότε ήταν που άρχισε να ξαναχτίζεται) ο κόσμος μου. Μου είπε πως οι ιδεοληψίες είναι σαν “κεραυνός εν αιθρία”, δεν τις ελέγχεις, σου έρχονται απότομα στο μυαλό, και είναι ΑΚΟΥΣΙΕΣ. Αντίθετα, οι νοεροί καταναγκασμοί είναι σκέψεις που κάνεις για να ανακουφιστείς από τη δυσφορία που προκαλούν οι ιδεοληψίες, κάνοντας ένα συνεχές “problem solving” που λένε και στο χωριό μου. Και θα μου πείτε, ναι, οκέι, Αναστασία αυτό το ξέραμε (did you now?), αλλά η συνειδητοποίηση ότι οι νοεροί καταναγκασμοί είναι ΕΚΟΥΣΙΟΙ (όπως όλοι οι καταναγκασμοί έτσι κι αλλιώς), αποτέλεσε το πρώτο “σπρώξιμο” προς την ελευθερία. Συνειδητοποίησα ότι ήταν εκούσιες σκέψεις, άρα τις έκανα εγώ, άρα είχα δύναμη πάνω τους, δεν ήμουν απλώς ένα έρμαιό τους. How cool is that?

  • Η καταγραφή της προόδου με χειροπιαστές μεθόδους

Μα, (σας φαντάζομαι να λέτε) πώς θα μετρήσουμε την πρόοδο σε μια ψυχική νόσο; Κι όμως, σε συγκεκριμένες μορφές ψυχοθεραπείας (μια εκ των οποίων είναι και η CBT), τα αποτελέσματα πρέπει να είναι μετρήσιμα. Θέτεις στόχους μαζί με τον/την θεραπευτή/ριά σου, κάνεις χρονοδιάγραμμα, και όταν έρχεται η ώρα του απολογισμού βλέπεις πώς τα πήγες. Όχι για να κρίνει κανένας αν είσαι καλός ή κακός στη θεραπεία σου, αλίμονο, αλλά όταν η απάντηση στην ερώτηση “Πόσο χρόνο ξοδεύεις την ημέρα σε καταναγκασμούς” είναι 90% και μετά από ένα τρίμηνο η απάντηση στην ίδια ερώτηση είναι 20%, ε, φουσκώνεις από δύναμη και περηφάνια για τον εαυτό σου, πώς να το κάνουμε.

  • Η ιεράρχηση όλων των ιδεοληπτικών φόβων

Ναι, ναι, το ξέρω πως είναι θεμέλιο της CBT, αλλά είναι άξιο προσοχής. Η θεραπεία της OCD είναι μια διαρκής πάλη, οπότε το να δεχτείς πως κάποιους αγώνες θα τους χάσεις είναι σημαντικό. Εννοώ πως αν, για παράδειγμα, σε αγχώνει πολύ η σκέψη μήπως το πόμολο που έπιασες είχε μικρόβια και αν κολλήσεις κάτι θα το μεταδώσεις και στην οικογένεια σου και κάποιος που αγαπάς μπορεί να πεθάνει (oh yes, τόσο γρήγορα πάει η σκέψη), αλλά ο μεγαλύτερος φόβος είναι πως ενώ οδηγούσες μπορεί να πάτησες κάποιον και να τον σκότωσες χωρίς να το έχεις αντιληφθεί, το να κάνεις παρεμπόδιση του καταναγκασμού στην πρώτη περίπτωση μπορεί να σου είναι λίγο πιο εύκολο από τη δεύτερη. Έτσι, ξεκινώντας από τους πιο “μικρούς” φόβους, αποκτάς εμπιστοσύνη στον εαυτό σου όταν τελικά τα καταφέρνεις, βρίσκεις το κουράγιο να προχωρήσεις παρακάτω. Και προφανώς, κάποιες φορές μπορεί να μην τα καταφέρεις, όλα μέσα στο παιχνίδι είναι.

  • Η αναζήτηση όλων (μα όλων – ναι και αυτών που δεν καταλαβαίνεις ότι τους κάνεις) των καταναγκασμών

Αν η OCD σού χτύπησε πρόσφατα την πόρτα και αναζήτησες γρήγορα θεραπεία, πρώτον συγχαρητήρια! Δεύτερον, μάλλον η αναγνώριση των καταναγκασμών είναι σχετικά απλή και εύκολη. Ωστόσο, όπως δυστυχώς γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις των πασχόντων, αν ζεις πολλά χρόνια με τη διαταραχή, είναι πολύ πιθανόν αυτή να έχει εισβάλει και να έχει επηρεάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου, με αποτέλεσμα κάποιες σκέψεις και συμπεριφορές να έχουν κανονικοποιηθεί. Για αυτό χρειάζεται πολλή σκέψη, προσπάθεια και σκάψιμο ώστε να καταλάβεις ποιες από αυτές είναι κανονικές και ποιες όχι, έχοντας πάντα στο μυαλό σου σε τι αποσκοπεί μια σκέψη ή πράξη – αν δηλαδή αυτή γίνεται με σκοπό να καθησυχάσεις την ΟCD ή όχι. Μία μικρή παρένθεση επειδή ξέρω πως η λέξη “κανονικό” είναι λίγο τζιζ: τη λέξη “κανονικές” τη χρησιμοποιώ για να δηλώσω αυτό ακριβώς που λέει η λέξη, δηλαδή την “κανονικότητα” – κάτι που κάνει η πλειοψηφία των ανθρώπων – κλείνει η παρένθεση. Στη δίκη μου περίπτωση, ήταν συνταρακτική αποκάλυψη όταν κατάλαβα ότι σχεδόν κάθε μου κίνηση, απόφαση και σκέψη έκρυβε κατά βάθος καταναγκασμό. Στην αρχή καταρρακώθηκα σκεπτόμενη πόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής μου είχε επηρεάσει η διαταραχή, στη συνέχεια όμως κατάλαβα πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αναμετρηθώ μαζί της όπως έπρεπε.

  • Ο επαναπροσδιορισμός του τι σημαίνει βελτίωση και θεραπεία

Χωρίς να έχω κάνει ενδελεχή δημοσκόπηση και στατιστική ανάλυση, είναι γεγονός πως όλοι οι πάσχοντες κατά το θεραπευτικό ξεκίνημα πιστεύουμε (λαχταρούμε βασικά) πως σκοπός της θεραπείας είναι να σταματήσουν επιτέλους αυτές οι βασανιστικές σκέψεις – μόνο έτσι θα γίνουμε καλά. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η διαταραχή έχει ένα ακούσιο και ένα εκούσιο κομμάτι, η θεραπεία έγκειται στο να έχεις τις βασανιστικές σκέψεις, να τις αφήνεις να υπάρχουν, αλλά να μην βαράνε κάθε φορά τα καμπανάκια “εκκένωσης κτηρίου”, δηλαδή να μην κάνεις κάτι για αυτές, και στο τέλος να πάψουν να είναι βασανιστικές, και να γίνουν αυτό που είναι, δηλαδή απλώς σκέψεις.

  • Η πίστη στη διαδικασία

Αυτό είναι το αγαπημένο μου κομμάτι, δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί εκεί κλονίζεται όλος ο πυρήνας και του πάσχοντα αλλά και της διαταραχής που κουβαλάει. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως συνήθως οι άνθρωποι με OCD έχουν την τάση να θέλουν να έχουν τον έλεγχο – ακόμα και σε καταστάσεις που αυτό είναι αδύνατο – εκεί ακριβώς είναι που πρέπει να αποδεχτείς πως ακόμα και αν δεν πιστεύεις πως αυτό θα περάσει κάποτε, ακόμα και αν όλο σου το σώμα σου φωνάζει “κάνε κάτι αλλιώς χανόμαστε”, ακόμα και αν πιστεύεις πως πριν ήσουν καλύτερα μωρέ – ποιος παίρνει τέτοιο ρίσκο τώρα – εκεί είναι που πρέπει να αφεθείς (ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή σου) και να “χάσεις” τον έλεγχο.

  • Η αποδοχή της κυμαινόμενης πορείας της βελτίωσης και όχι της γραμμικής

Όπως οι περισσότερες ψυχικές ασθένειες, έτσι και αυτή έχει εξάρσεις και υφέσεις. Όπως είπαμε και προηγουμένως, κάποιες μάχες θα τις χάσεις. Και (μπορεί) να υποτροπιάσεις. Και (μπορεί) και όχι. Αλλά οκέι, επειδή κάποια πράγματα είναι σίγουρα (όσο σίγουρα μπορούν να είναι δηλαδή), η αποδοχή ότι θα υπάρχουν σκαμπανεβάσματα είναι σημαντική.

  • Η αναγνώριση ακόμη και της μικρής προόδου

Παρ’ όλο που αυτή η φράση είναι λες και είναι βγαλμένη από βιβλίο life coaching, εγώ ως βαθιά ενοχικό και αυστηρό με τον εαυτό μου άτομο, ποτέ δεν το είχα ως δεδομένο. Έπρεπε συνεχώς να υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως το να λέμε και καμία φορά μπράβο στον εαυτό μας δεν είναι και κακό βρε αδερφέ!

  • Η υπομονή

Παιδιά, η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα, και σίγουρα ούτε η ψυχική μας υγεία. Ένα βασικό στοιχείο της OCD, είναι πως συνήθως οι πάσχοντες έχουν εναισθησία, καταλαβαίνουν δηλαδή ότι οι ιδεοληψίες πηγαίνουν κόντρα στο ποιοι είναι πραγματικά (είναι δηλαδή εγω-δυστονικές) και ότι είναι “παράλογες” σκέψεις, καθώς και ότι οι καταναγκασμοί είναι “υπερβολικοί”. Για αυτό και η δυσφορία είναι τεράστια και υπάρχει μεγάλη ανυπομονησία για βελτίωση. Αλλά ο εγκέφαλος (δηλαδή όχι ο ίδιος ο εγκέφαλος, αλλά οι νευρικές συνάψεις) αλλάζουν με βασανιστικά αργό ρυθμό. Πότε να προλάβουν εξάλλου οι καημένοι οι υποδοχείς και οι νευροδιαβιβαστές να προσαρμοστούν στη νέα τάξη πραγμάτων;

  • Η επανάληψη

Και μιας και λέμε για τον εγκέφαλο, σίγουρα έχετε ακούσει όλοι για το μηχανισμό της μάθησης. Η θεραπεία της ΟCD βασίζεται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς (στην παρεμπόδιση των καταναγκασμών δηλαδή). Έρευνες έχουν δείξει ότι με την τροποποίηση της συμπεριφοράς επέρχεται και αλλαγή στις συνάψεις του εγκεφάλου, αλλά αυτό θέλει χρόνο όπως είπαμε παραπάνω, και μόνο με την επανάληψη θα επέλθει το πολυπόθητο neuromodulation.

  • Η υπενθύμιση ότι δεν έχω άλλη επιλογή

Από τις αγαπημένες φράσεις της ψυχοθεραπεύτριάς μου. Όταν πολλές φορές χάνομαι μέσα στον κύκλο της OCD και προσπαθώ να βρω λύση (“ναι, αλλά μήπως αυτή τη φορά είναι διαφορετικά και πρέπει να είμαι σίγουρη;”) και η αναποφασιστικότητά μου γιγαντώνεται, πέφτω πάλι στον ίδιο τοίχο και θυμάμαι ότι δεν έχω άλλη επιλογή, οπότε το δίλημμα απλουστεύει και γίνεται από τη μία οι μαθημένες συμπεριφορές που έκανα μέχρι τώρα και ξέρω πού θα οδηγήσουν (spoiler, στην υποτροπή), και από την άλλη να μείνω με το άγχος μου και να αντισταθώ στους καταναγκασμούς. Δεν ξέρω για σας, εγώ διαλέγω την κουρτίνα νούμερο δύο.

  • Οι ομαδικές συναντήσεις

Εδώ θα αναφέρω πάλι αυτό περί του στη θεραπεία κάνουμε πράγματα επειδή απλώς τα λέει ο θεραπευτής μας. Στην αρχή είχα μεγάλη αντίσταση στις ομαδικές συναντήσεις που έκαναν οι συμπάσχοντες, γιατί κι εδώ χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας έλεγα πως “ναι, αλλά η δικιά μου περίπτωση είναι πιο δύσκολη και περίπλοκη, δεν θα με καταλάβουν, άσε που μπορεί να ακούσω πράγματα που θα με τριγκάρουν”. Μετά έμαθα πως η φράση “Your OCD is not special” αποτελεί inside joke στην κοινότητα. Και εντάξει, προφανώς ένα πλαίσιο ομαδικής είναι πολύ βοηθητικό για πολλούς λόγους οι οποίοι είναι για επόμενο κείμενο.

  • Το σκυλί μου

Η απόφαση να πάρω σκυλί ή όχι ήταν αγαπημένο θέμα της OCD μου τον τελευταίο χρόνο. Ωστόσο, μέσα από τη θεραπεία κατέληξα στο take the risk και ό, τι γίνει. Για όσους δεν με ξέρουν μπορεί όλο αυτό να ακούγεται κάπως ανεύθυνο, αλλά να πω σε αυτό το σημείο πως πριν έρθει η Μίλκα στο σπίτι είχα κάνει σοβαρή έρευνα – ξέρετε, αυτά τα άρθρα “10+1 τρόποι να μετακομίσετε με το σκύλο σας στη Μεγάλη Βρετανία” για τη μεταφορά σκύλου στην Αγγλία σε ενδεχόμενη μετανάστευση. Οπότε και πήρα την απόφαση να την υιοθετήσω, και νομίζω είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω κάνει για μένα. Πέρα από το γεγονός ότι ένα σκυλί θες δεν θες σε βάζει σε πρόγραμμα και είναι η καλύτερη συντροφιά που θα μπορούσες να έχεις, αποτελεί και ένα θεμιτό distraction σε δύσκολες περιόδους. Εγωιστικό; Μπορεί. Πάντως τη λατρεύουμε, και αυτή φαίνεται να περνάει ζάχαρη, οπότε όλα καλά.

  • Οι κοντινοί μου άνθρωποι

Στην OCD οι κοντινοί άνθρωποι μπορεί να είναι από πηγή ιδεοληψιών και μέσο για εκτέλεση καταναγκασμών μέχρι σανίδα σωτηρίας. Παρ’ όλο που η ψυχική αυτή διαταραχή, όπως και όλες νομίζω, είναι αρκετά μοναχική είτε γιατί σου στερεί τα σημαντικά πράγματα για σένα, είτε γιατί θέλει προσωπική προσπάθεια και αγώνα, ο στενός κύκλος του ατόμου παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεραπεία. Η OCD είναι η πιο παρεξηγημένη ψυχική νόσος και είναι συχνά πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον μη πάσχοντα τη φύση των συμπτωμάτων σου. Ωστόσο, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανοιχτά αυτιά και μάτια για να δουν, να ακούσουν και να καταλάβουν, να είναι δίπλα σου σε αυτό τον δύσκολο αγώνα. Και αν έχετε τέτοιους ανθρώπους κρατήστε τους, τους υπόλοιπους κάντε τους μια παύση μέχρι να μπορέσετε να τους αντιμετωπίσετε κατάλληλα, με όποιον τρόπο.

  • Το να λέω για την πάθηση μου στους γύρω μου

Όταν μού έγινε η διάγνωση πριν 8 χρόνια, θυμάμαι ότι το είχα μοιραστεί μόνο με δυο άτομα. Παρ’ όλο που η συνειδητή και αγωνιστική φωνή μου έλεγε “Αναστασία, είναι μόνο μια νόσος όπως όλες οι υπόλοιπες, πες το”, είχα τρομερά μεγάλες αναστολές, γιατί ντρεπόμουν, γιατί ήλπιζα πως θα περάσει όποτε “έλα μωρέ σιγά μην πεις τίποτα θα ξεχαστεί”; Δεν ξέρω, πάντως δεν το έλεγα. Και για να πω και την αλήθεια, με την τόση μεγάλη παραπληροφόρηση γύρω από την OCD, ήμουν τόσο ψυχικά εξουθενωμένη, που μόνο ψυχοεκπαίδευση δεν είχα όρεξη να κάνω – στο κάτω κάτω 21ος αιώνας είναι, όποιος θέλει μπορεί να κάνει ένα google search αντί να κάθεται να βλέπει βιντεάκια στο τικ τοκ με τέλεια οργανωμένα ντουλάπια φαγητού και με χασταγκ #imsoocd. Και φυσικά, επειδή όπως και στους περισσότερους πάσχοντες, οι ιδεοληπτικές σκέψεις είναι “κακού” περιεχομένου, δεν μπορούσα να έρθω αντιμέτωπη με την αντίδραση “ναι, αλλά αν σκέφτηκες κάτι κακό για το σύντροφό σου μήπως πρέπει να χωρίσεις;”. TRIGGERED. Βέβαια από την άλλη αυτό θα ήταν η τέλεια έκθεση, αλλά δεν μπορούσα να τα κάνω όλα ταυτόχρονα – και ούτε τώρα μου είναι εύκολο. Πλέον όμως, δεν θα ντραπώ να το πω αν έρθει η συζήτηση, αν ακούσω ή διαβάσω κάτι παραπλανητικό σχετικά με τη νόσο, ή ακόμα και αν θέλω να προκαλέσω έκπληξη και να κάνω κάποιους να νιώσουν αμήχανα – πάντα μου άρεσε να το κάνω αυτό. Πολλοί άνθρωποι ανοίγουν το στόμα τους και λένε διαφορά μη σκεπτόμενοι πως ο συνομιλητής τους μπορεί να βρίσκεται σε μια θέση ή να βιώνει μία κατάσταση που δεν τους έχει περάσει ποτέ από το μυαλό. Οπότε ναι, παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση όταν βλέπω την αντίδραση τους, και πού ξέρεις την επόμενη φορά ίσως σκεφτούν λίγο περισσότερο πριν μιλήσουν. Και φυσικά, δεν λέω πως όλοι οι άνθρωποι με ψυχικές διαταραχές πρέπει να μιλούν γι’ αυτό και να παλεύουν 24/7 για την αποστιγματοποίηση, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο καθένας παίρνει τον χρόνο του και δρα όπως πιστεύει ότι είναι καλό για τον ίδιο. Αυτονόητο; Για τους περισσότερους ανθρώπους μπορεί, αλλά για εμάς με OCD τις περισσότερες φορές καθόλου. Γιατί όταν έχεις μια ολόκληρη κοινωνία να σου υπενθυμίζει συνεχώς το πόσο φταις εσύ για αυτό που σου συμβαίνει, μόνο εύκολο δεν είναι να εκτεθείς. Αλλά μέχρι να μπορούν όλοι να μιλήσουν ανοιχτά, θα υπάρχουν κάποιοι για να τους βοηθήσουν αν και εφόσον θελήσουν κάποια στιγμή να το κάνουν.

Γράφει η Κατερίνα Μ.

Επιμελείται επιστημονικά η Γκόλφω Λιαμάκη

Όσοι έχουν αντιμετωπίσει την Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΔ) είτε οι ίδιοι ως παιδιά, είτε ως γονείς παιδιού με ΙΨΔ, θα ξέρουν καλά ότι είναι πραγματικά δύσκολο να περιγράψει κανείς μια «κανονική ημέρα» ενός παιδιού με ΙΨΔ, καθώς η διαταραχή ‘επινοεί’ συνεχώς νέους τρόπους για να δυσκολεύει την καθημερινότητα του παιδιού και εμφανίζεται με πολλά, διαφορετικά πρόσωπα.

Θα προσπαθήσω όμως να περιγράψω μία τυπική ημέρα στη διάρκεια μίας από τις χειρότερες φάσεις έξαρσης της μικρής μου κόρης, όταν ήταν ακόμα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, ως εξής: Έπρεπε να ξυπνήσει ακριβώς την ίδια ώρα κάθε ημέρα για να ετοιμαστεί για το σχολείο. Χρειαζόταν μία ολόκληρη ώρα και ένα τέταρτο συνήθως προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει όλες τις πρωινές διαδικασίες που της επέβαλε η ΙΨΔ. Έβαζε τις πιτζάμες και το εσώρουχό της με πολλή προσοχή στα άπλυτα, καθώς δεν έπρεπε να ακουμπήσουν το πάτωμα γιατί θα το βρόμιζαν και αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να το σφουγγαρίσω με χλωρίνη υπό το άγρυπνο βλέμμα της και με συγκεκριμένο τρόπο. Έπειτα έμπαινε στην μπανιέρα να ουρήσει διότι εκεί μπορούσε μετά να πλυθεί επίμονα και με συγκεκριμένο τρόπο. Το πρώτο μεγάλο στοίχημα της ημέρας ήταν να μπορέσει να εκτελέσει επακριβώς τα βήματα της διαδικασίας πλυσίματος (δηλαδή τη σειρά με την οποία θα πλύνει ολόκληρο το σώμα της, πόσες φορές θα βάλει σαπούνι στο σφουγγάρι και άλλα), ώστε να μην κινδυνεύσει να χάσει την πρώτη ώρα στο σχολείο. Κατά τη διάρκεια της πρωινής αυτής ρουτίνας την άκουγα πολλές φορές να κλαίει και να μονολογεί γιατί κάτι δεν πήγε καλά και έπρεπε να το ξανακάνει ενώ εγώ κοίταζα εναγωνίως το ρολόι και έκανα τεράστια προσπάθεια να μην της μιλήσω καθώς αυτό θα σήμαινε ότι πρέπει να αρχίσει τη διαδικασία από την αρχή. Και μόνο που γράφω αυτές τις γραμμές, το στομάχι μου σφίγγεται.

Σειρά μετά είχε το ντύσιμο που ήταν γρήγορο ομολογουμένως με εξαίρεση τις κάλτσες και τα παπούτσια. Μπορεί να της έπαιρνε 15 λεπτά για να βάλει τις κάλτσες της γιατί προσπαθούσε να είναι ολόισια βαλμένες και στοιχισμένες με τα δάχτυλα. Παρέλειψα να αναφέρω ότι επειδή είχα ντυθεί για τη δουλειά, απαγορευόταν να καθίσω οπουδήποτε, καθώς για την κόρη μου οποιοδήποτε ρούχο εκτός πιτζάμας δεν έπρεπε να ακουμπήσει σε οποιοδήποτε κάθισμα. Ό,τι προερχόταν από έξω ή προοριζόταν για έξω ήταν μιαρό και την έπιανε πανικός αν ακουμπούσε την ίδια ή κάτι μέσα στο σπίτι.

Επιτέλους, στη συνέχεια, παίρναμε το δρόμο για το σχολείο όπου για καλή μας τύχη μπορούσε να ελέγχει τις παρορμήσεις της να κάνει καταναγκασμούς και ‘άντεχε’ τις ώρες εκεί χωρίς πραγματικά κανείς να καταλαβαίνει τις βασανιστικές της σκέψεις. Όμως όταν επέστρεφε σπίτι, ακολουθούσε πάλι μια ρουτίνα όπως η πρωινή όπου μπορούσε να κρατήσει ακόμα περισσότερο καθώς δεν υπήρχε η πρωινή βιασύνη για το σχολείο. Και φυσικά όλοι οι υπόλοιποι έπρεπε να μην μιλάμε, να μην κάνουμε φασαρία, να μην την ενοχλήσουμε και να περιμένουμε υπομονετικά τη σειρά μας για το μπάνιο. Στην κυριολεξία έπρεπε να το σκεφτούμε πολύ καλά πριν μπούμε στο μπάνιο, γιατί αν τύχαινε εκείνη τη στιγμή να θέλει να μπει το παιδί και δεν μπορούσε, προκαλούσε απλά πανικό.

Μέσα στην ημέρα, η κόρη μου κάθε φορά που πήγαινε στην τουαλέτα έπρεπε να βάλει τα ρούχα της στα άπλυτα, να πλυθεί με τον δικό της διαδικαστικό τρόπο και αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε 4-5 ώρες την ημέρα στο μπάνιο και ένα πλυντήριο ημερησίως με μόνο δικά της ρούχα. Δεν ήθελε να κάνει κάποια απογευματινή δραστηριότητα, να πάμε στην παιδική χαρά ή σε σπίτια φίλων γιατί σκεφτόταν ότι αυτό θα σήμαινε ένα ακόμα πλύσιμο/λούσιμο όταν θα επέστρεφε σπίτι. Έβλεπε μόνο τηλεόραση, διάβαζε τα μαθήματα της αφού πρώτα είχε απολυμάνει τα βιβλία της τόσο που πολύ γρήγορα τα των καταστρέφονταν από την υγρασία του απολυμαντικού. Δεν άντεχε κόσμο στο σπίτι γιατί μετά έπρεπε να απολυμάνει οτιδήποτε ακούμπησαν, ειδικά στο δωμάτιο της. Το μάτι της πάντα άγρυπνο μας παρακολουθούσε μήπως ξεχαστήκαμε και δεν βάλαμε πιτζάμες μόλις μπήκαμε σπίτι, μήπως ακουμπήσαμε κάπου με τα ρούχα της δουλειάς, μήπως δεν πλύναμε καλά τα χέρια μας και άλλα τέτοια παρόμοια. Η αγωνία της μήπως κάτι της έχει ξεφύγει ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της όλη μέρα ενώ αν κάτι δεν πήγαινε καλά ούρλιαζε, έβριζε και έκλαιγε σε βαθμό και ένταση που έμοιαζε με κρίση πανικού. Δύσκολα υπήρχε κάτι μέσα στην ημέρα που να μην ‘τυλίγεται’ από την ΙΨΔ.

Όταν ήταν σε φάση ύφεσης δεν άλλαζαν τόσο τα συμπτώματα και οι διαδικασίες αλλά άλλαζε η διάρκεια και ένταση όλων των διαδικασιών πράγμα που έκανε πιο υποφερτή την καθημερινότητά της.

Κατά περιόδους εμφανίζονταν καινούργιες διαδικασίες και εξαφανίζονταν κάποιες άλλες, αλλά πάντα παρέμεναν οι βασικές που σχετίζονταν με το πλύσιμο και τον διαχωρισμό του τι είναι στο σπίτι και άρα θεωρείται καθαρό και τι είναι έξω από το σπίτι και επομένως είναι βρώμικο.

Πλέον ξέρω ότι τότε έβλεπα μόνο την κορυφή του παγόβουνου καθώς οι διαδικασίες που ήταν εμφανείς σε εμένα και την υπόλοιπη οικογένεια ήταν λίγες σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες που μόνο το παιδί ήξερε και εκτελούσε.

Θα έλεγα ότι πρώτα από όλα το παιδί αλλά και όλη η οικογένεια ήμασταν όλη μέρα σε κατάσταση ‘συναγερμού’ με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται βιολογικά, πνευματικά και ψυχικά. Μια συνεχής αγωνία για το τι μπορεί να συμβεί, τι μπορεί να γίνει λάθος, τι καινούργιο τρόπο θα βρει η ΙΨΔ για να βασανίσει το παιδί μου σε τόση μικρή ηλικία, ένα παιδί που αντί να παίζει ξέγνοιαστο, ήταν βυθισμένο στον τρόμο και την μοναξιά.

Τώρα η κόρη μου είναι στην γ’ γυμνασίου και, παρόλο που ακόμα παλεύει με την ΙΨΔ, είναι φανερό ότι το παιδί κερδίζει έδαφος καθώς ακολουθεί πλέον την ενδεδειγμένη θεραπεία εδώ και 6 μήνες. Το πρωί ετοιμάζεται σε 15 λεπτά και πηγαίνει στο μπάνιο όπως όλοι. Όταν επιστρέψει από το σχολείο εξακολουθεί να λούζεται αλλά η διαδικασία κρατάει μόνο 10 λεπτά. Έχει κοινωνική ζωή καθώς κανονίζει βόλτες με τις φίλες της, εξακολουθεί να απολυμαίνει τα βιβλία της, αλλά πολύ πιο γρήγορα ενώ δεν καταλήγουν μουλιασμένα όπως παλαιότερα, δεν δέχεται να μπει κανείς στο δωμάτιό της αλλά μπορεί να αντέξει να έρθει κόσμος στο σπίτι και γενικά είναι πιο δυνατή, πιο χαρούμενη και με λιγότερο έντονες αντιδράσεις όταν κάτι δεν γίνεται όπως υπαγορεύει η ΙΨΔ. Ακολουθεί την θεραπεία της με προσήλωση και με τη σωστή καθοδήγηση η πιθανότητα να κερδίσει την ΙΨΔ δεν είναι πια ένα όνειρο απατηλό αλλά μια ρεαλιστική πραγματικότητα!

Γράφει η Σώτια Κατάρα, σπουδάστρια Ψυχολογίας με προσωπική εμπειρία ΙΨΔ

Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΔ) είναι μία ψυχική διαταραχή που μεταμφιέζεται σε  κάτι άλλο-συνήθως σε πραγματική απειλή- και αυτό εκτός από το ότι προκαλεί τρόμο στον πάσχοντα, την κάνει ιδιαίτερα σύνθετη να την αναγνωρίσεις και ακόμη πιο δύσκολο να την αντιμετωπίσεις. Αυτό που δυσκολεύει όμως ακόμη περισσότερο τη ζωή των πασχόντων είναι το γεγονός ότι αλλάζει συνεχώς μεταμφιέσεις. Μία συνέπεια αυτού είναι ότι η διάγνωση της διαταραχής συνήθως γίνεται πολλά χρόνια αργότερα από την αρχική εμφάνιση των συμπτωμάτων της. Έτσι, οι πάσχοντες καταλήγουν να περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους βιώνοντας  ανεπιθύμητες και επαναλαμβανόμενες σκέψεις-συχνά με ταμπού περιεχόμενο που δύσκολα μοιράζεσαι με άλλους-και χρονοβόρους καταναγκασμούς, χωρίς να γνωρίζουν ότι όλα αυτά είναι συμπτώματα μιας συχνής και αντιμετωπίσιμης ψυχικής διαταραχής.

Στη δική μου περίπτωση, η διάγνωσή της έγινε σε ηλικία 40 ετών. Ήδη όμως από μικρό παιδί αντιλήφθηκα ότι κάτι περίεργο και ανεξήγητο μού συνέβαινε. Αλλά αυτό το κάτι δεν ήταν συγκεκριμένο ή χειροπιαστό ώστε να μπορώ να το εξηγήσω σε κάποιον και να μπορώ να γίνω κατανοητή. Τι ήταν λοιπόν και πώς έμοιαζε;

Το 1ο κύμα – Παιδική Ηλικία

Αρχικά, ως παιδί είχα ιδεοληψίες και καταναγκασμούς καθαριότητας και απολύμανσης. Θυμάμαι ότι πάντα έπρεπε να πλένω τα χέρια μου πολλές φορές κι ας ήταν καθαρά, ενώ φοβόμουν υπερβολικά την ύπαρξη μικροβίων τριγύρω μου και δεν άντεχα στη σκέψη ότι θα καθίσω κάπου που -για τα δικά μου δεδομένα- αισθανόμουν ότι ήταν βρόμικα. Επίσης φοβόμουν υπερβολικά μήπως εγώ και οι δικοί πεθάνουμε από κάποια αρρώστια. Όλα αυτά μεταφράζονταν από το οικογενειακό μου περιβάλλον, αλλά και από εμένα την ίδια, ως ‘υπερβολική’, ‘φοβιτσιάρα’ ή ‘αρρωστοφοβική’.

Το πιο έντονο στοιχείο όμως εκείνης περιόδου ήταν η υπερβολική αίσθηση ευθύνης που ένιωθα για την υγεία των γονιών μου. Κάθε βράδυ έπρεπε να ακολουθήσω ένα συγκεκριμένο τελετουργικό για να ‘προστατεύσω’-όπως ένιωθα τότε- τους γονείς μου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αφού έκανα την προσευχή μου τρεις φορές ευλαβικά, στη συνέχεια πήγαινα στο δωμάτιο των γονιών μου για να ελέγξω την αναπνοή τους ενώ κοιμόντουσαν. Αν δεν έκανα αυτή τη συγκεκριμένη διαδικασία, ένιωθα τρόμο ότι οι γονείς μου θα πάθαιναν κάτι κακό εξαιτίας μου. Περιττό να πω ότι αυτή η διαδικασία πολλές φορές επαναλαμβανόταν αν ένιωθα ότι δεν είχε γίνει σωστά.

Το 2Ο κύμα – Εφηβική Ηλικία

Η εφηβεία είναι μια ζόρικη περίοδος για κάθε άνθρωπο ούτως ή άλλως. Στην περίπτωση που κάποιος πάσχει από ΙΨΔ, δεν είναι απλά μια ζόρική περίοδος αλλά είναι μια ανυπόφορη περίοδος. Εγώ θα χαρακτήριζα τα εφηβικά μου χρόνια ως ‘χειμερία νάρκη’, καθώς για να μην σκέφτομαι όλες εκείνες τις τρομακτικές σκέψεις, κυριολεκτικά κοιμόμουν συνέχεια, όταν δεν ήμουν στο σχολείο ή σε κάποια άλλη δραστηριότητα. Εκείνο τον καιρό ένιωθα έντονη δυσφορία από μια σκέψη που μου είχε καρφωθεί στο μυαλό και δεν έφευγε όσο και να προσπαθούσα’: Μήπως εγώ, που είμαι το παιδί πρότυπο για τους γονείς μου, μήπως αρχίσω χωρίς να το θέλω τη χρήση ουσιών; Κι αν εθιστώ; Κι αν δεν μπορώ να σταματήσω; Τι θα απογίνω; Πώς θα νιώσουν οι γονείς μου για εμένα που με θεωρούν τόσο καλό παιδί; Κι όσο επέμεναν αυτές οι σκέψεις, τόσο εγώ κοιμόμουν για να τις αποφύγω. Ήταν πραγματικό καθημερινό μαρτύριο, όχι μόνο γιατί αυτή η σκέψη ήταν ενάντια στις πεποιθήσεις μου για τα ναρκωτικά, αλλά και γιατί απειλούσε την υπερβολική μου ανάγκη να είμαι σωστή και τέλεια απέναντι στην οικογένεια μου. Εκείνο τον καιρό δεν είχα καμία ψυχική ‘ευλυγισία. Για εμένα, είτε ήμουν απόλυτα καλή είτε ήμουν κακή. Ακόμη και η σκέψη για το ενδεχόμενο να πάρω ναρκωτικά με έκανε να νιώθω ότι είμαι κακή και με γέμιζε απελπισία καθώς όλες οι προσπάθειες που έκανα για να νιώσω απόλυτα σίγουρη ότι δεν θα γίνει αυτό, οδηγούσαν σε περισσότερη αβεβαιότητα. Αργότερα ως ενήλικας στη θεραπεία μου για την ΙΨΔ έμαθα ότι αυτές οι προσπάθειες που έκανα στο μυαλό μου για να πάρω διασφάλιση ήταν στην πραγματικότητα νοεροί καταναγκασμοί, οι οποίοι ενέτειναν το αίσθημα της αβεβαιότητας αντί να το ημερεύουν. Εκ των υστέρων έμαθα επίσης ότι κανείς δε μπορεί να διασφαλίσει 100% ότι δεν θα πάρει ποτέ ουσίες. Μπορείς να πιστεύεις και να νιώθεις ότι δε είναι πιθανόν να πάρεις ουσίες, αλλά είναι αδύνατον να είσαι 100% σίγουρος. Επίσης δεν μπορείς να είσαι πάντα το τέλειο και καλό παιδί. Κανείς δεν είναι και δεν χρειάζεται. Για την ιστορία ποτέ δεν πήρα ναρκωτικά τελικά και είμαι πλέον 45 και ακόμα οι γονείς μου με θεωρούν καλό παιδί κι ας μην είμαι πάντα.

Το 3ο Κύμα – Ενήλικη Ζωή

Σε αυτή τη φάση, η ΙΨΔ ήρθε σαν τσουνάμι όχι απλώς σαν ένα κύμα! Ξεκινούσα τη μέρα μου και δεν ήξερα τι θα μου σερβίρει.  Για πρωινό μου σέρβιρε καταναγκασμούς επανελέγχου. Καθώς ετοιμαζόμουν για τη δουλειά και βιαζόμουν, έπρεπε να τσεκάρω όλες τις ηλεκτρικές συσκευές και δυο και τρεις φορές! Στη δουλειά έπρεπε να ελέγχω την ηλεκτρονική αλληλογραφία πολλές φορές για να βεβαιωθώ ότι δεν έχω γράψει κάτι λάθος ή απρεπές και τους φακέλους για να μη στείλω τάχα κάτι προσωπικό και γίνω ρεζίλι. Ενώ ήθελα να ενημερωθώ για τον καρκίνο του μαστού, απέφευγα να διαβάσω για αυτόν γιατί φοβόμουν ότι αν διαβάσω για τον καρκίνο θα μολυνθώ και θα κολλήσω καρκίνο… και ας ήξερα ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου είχα πολλές ιδεοληψίες ότι θα βλάψω το μωρό  από κάποια απροσεξία μου. Μία χαρακτηριστική σκέψη που με ταλαιπώρησε ήταν ότι θα κολλήσω το μωρό ηπατίτιδα επειδή είχα κάνει μανικιούρ! Πώς μπορούσα άλλωστε να είμαι 100% σίγουρη ότι ο κλίβανος του μαγαζιού δεν είχε χαλάσει και ότι τα εργαλεία ήταν πράγματι αποστειρωμένα;

Και στις φιλικές μου σχέσεις είχα πολλές ιδεοληψίες μήπως τους πρόσβαλα ή τους στενοχώρησα και ζητούσα από τους φίλους μου να με διαβεβαιώσουν ξανά και ξανά ότι όντως δεν έκανα κάτι που δεν έπρεπε. Και ας ήξερα ότι έτσι γίνομαι κουραστική.

Και φυσικά για τον αγαπημένο μου, τον πιο σημαντικό άνθρωπο στη ζωή μου, είχα τις χειρότερες ιδεοληψίες. Στο μυαλό μου έρχονταν συνεχώς εικόνες του χωρίς μαλλιά, λόγω χημειοθεραπείας, και αισθανόμουν ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο καθώς ένιωθα ότι με τις σκέψεις μου θα το προκαλούσα. Πόση απελπισία ένιωθα τότε που ακόμη δεν ήξερα ότι οι σκέψεις αυτές ήταν συμπτώματα μιας ψυχικής διαταραχής και ότι δεν είχαν τη δύναμη να βλάψουν κανένα!

Τα πολλά πρόσωπα της ΙΨΔ

Έχοντας ζήσει μια ζωή με ΙΨΔ και έχοντας τελικά απαλλαγεί από αυτήν στα 43 μου χρόνια, κατέληξα στις εξής διαπιστώσεις:

  • Δεν υπάρχει περίπτωση να απαλλαγείς από αυτήν αν δεν αποδεχτείς το γεγονός της αβεβαιότητας. Ότι δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση μπορείς να είσαι 99,9% βέβαιος αλλά ποτέ 100%. ΑΠΟΔΕΞΟΥ ΤΟ! Απλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
  • Οι σκέψεις μας δεν έχουν καμία πραγματική υπόσταση, είτε καλή είτε κακή. Είναι απλά σκέψεις και εμείς ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΣ!
  • Η ΙΨΔ στις περισσότερες περιπτώσεις θεραπεύεται. Γιατί όχι σε όλες; Γιατί είπαμε δεν υπάρχει 100% βεβαιότητα για τίποτα. Η θεραπεία λέγεται Ε.μΠ.Α και είναι το πιο ισχυρό μας όπλο ενάντια στην ΙΨΔ. Άλλα είδη ψυχοθεραπείας μπορεί να σε βοηθήσουν με άλλα θέματα που μπορεί να έχεις παράλληλα με την ΙΨΔ, όπως με βοήθησαν κι εμένα. Αλλά για την ΙΨΔ μόνο Ε.μΠ.Α.
  • Ξέρω, είναι πολύ δύσκολο, αλλά προσπάθησε να γίνεις λιγότερο άκαμπτος ψυχικά. Έτσι θα είσαι ψυχικά πιο ανθεκτικός. Μπορούμε να είμαστε και καλοί και ‘κακοί’ και άριστοι στη δουλειά μας και ίσως κάποια φορά ελλιπείς στη δουλειά μας, και συμπονετικοί φίλοι και απαράδεκτοι φίλοι και υπομονετικοί γονείς αλλά και γονείς που έχασαν την ψυχραιμία τους. Είμαστε όλα αυτά γιατί έτσι είναι.

Αν έχεις ζήσει και εσύ τόσο πολύ βαθιά μέσα σου και για τόσα χρόνια με την ΙΨΔ, καταλαβαίνω ότι μπορεί να αισθάνεσαι ότι έχει γίνει μέρος σου, ότι δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις τι είναι πραγματικότητα και τι είναι ψέμα, τι είναι φυσιολογικό και τι υπερβολικό ή παράλογο. Ξέρω ότι αυτό που περνάς είναι ανυπόφορο. Όμως η προσωπική μου εμπειρία μού έχει δείξει ότι καθώς η θεραπεία προχωρά αποκτάς εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και αρχίζεις να νιώθεις σίγουρος μέσα σου. Ναι, καλά κατάλαβες, η αποδοχή του γεγονότος της αβεβαιότητας οδηγεί στην εμπιστοσύνη, όσο παράδοξο και αν σου ακούγεται. Αποδοχή της αβεβαιότητας λοιπόν, εστίαση στο τώρα -όχι στο χθες ούτε στο αύριο- και προσαρμοστικότητα και όλα θα πάνε καλύτερα!

 

Γράφει η Σώτια Κατάρα, σπουδάστρια Ψυχολογίας με προσωπική εμπειρία ΙΨΔ

Όταν μιλάμε για την Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΔ) στα παιδιά και τους εφήβους ορθώς επικεντρωνόμαστε στα ίδια τα  άτομα που βιώνουν τις συνέπειες αυτής της ύπουλης διαταραχής. Όμως, ας μην ξεχνάμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν μαζί με αυτά τα παιδιά όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους: οι γονείς  ή οι φροντιστές τους αλλά και τα αδέρφια τους. 

Όταν τα παιδιά είναι σε μικρή ηλικία δυσκολεύονται υπερβολικά όχι μόνο να κατανοήσουν τι είναι αυτό που τους συμβαίνει αλλά τις περισσότερες φορές δεν έχουν τα μέσα για να το εκφράσουν στους οικείους τους. Αισθάνονται ένα ‘περίεργο κάτι’ που τα παιδεύει και τα ταλαιπωρεί, ‘ένα κάτι’ που μπορεί να πάρει πάρα πολλές μορφές και που συνεχώς μεταβάλλεται κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα: «Μου έρχεται να πατώ 3 φορές στα πλακάκια του σχολείου, να σβήνω-γράφω τα ίδια γράμματα πολλές φορές γιατί δεν μοιάζουν σωστά, με ενοχλεί η κόκκινη κλωστή στο παντελόνι μου, μπορεί να πάθω κάτι κακό εξαιτίας της, μου έρχεται να τραβώ την κοιλιά μου 4 φορές γιατί έτσι νιώθω καλά, να ρωτάω συνέχεια κάτι την μαμά, να διαβάζω όλες τις επιγραφές στον δρόμο και αν δεν προλάβω αγχώνομαι, φοβάμαι μήπως μου έρθει να κάνω εμετό». Και ο κατάλογος δεν σταματά…

Στην εφηβεία τα πράγματα γίνονται συνήθως πιο περίπλοκα αφού οι ιδεοληψίες των εφήβων συνηθίζεται να έχουν θεματολογία που θεωρείται ταμπού: «‘Κι αν είμαι gay, κι αν μου έρθει να βρίσω μέσα στην τάξη, κι αν χάσω τον έλεγχό μου και μου έρθει να πάρω ναρκωτικά και δεν μπορώ να σταματήσω».

Όποια μορφή ιδεοληψιών και αν βιώνει το παιδί ή ο έφηβος, οι δυσκολίες και οι συνέπειες είναι οι ίδιες. Φόβος, απελπισία, ενοχή,  αίσθημα υπερβολικής ευθύνης ότι εξαιτίας του μπορεί να προκληθεί βλάβη σε εκείνο ή τους αγαπημένους του. Όλα αυτά οδηγούν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές που μπορεί να εκδηλωθούν με εξάρσεις θυμού, θλίψη, αίσθημα ανημποριάς ή απόσυρση από τις καθημερινές δραστηριότητες. Και η κατάσταση μέσα στο σπίτι συχνά εξελίσσεται σε μια αέναη προσπάθεια για το περιβάλλον του πάσχοντα που δεν οδηγεί πουθενά. Οι γονείς νιώθουν ανεπαρκείς και ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, νιώθουν από την μια στενοχώρια για τη ταλαιπωρία που βιώνουν τα παιδιά τους αλλά και αποκαμωμένοι από τους διάφορους καταναγκασμούς που εξελίσσονται μπροστά τους. Τους εκνευρίζει που ακούν την ίδια ερώτηση ξανά και ξανά και ταυτόχρονα νιώθουν ενοχές που εκνευρίζονται. Συχνά αναρωτιούνται: «Γιατί σε εμάς ή πού πήγε το παιδί που ήξερα μέχρι εχθές» και προσπαθούν να βρουν λύση σε έναν γρίφο για δυνατούς λύτες. Καθημερινά στο μυαλό τους γυρίζει ο ίδιος μονόλογος: «Να της ανοίξω σήμερα για δέκατη φορά τη βρύση που αρνείται να ακουμπήσει για να φύγουμε πιο γρήγορα; Έχει αργήσει πάλι στο σχολείο και εγώ στη δουλεία μου. Όμως μας έχουν πει ότι δε θα πρέπει να συμμετέχουμε στους καταναγκασμούς της διότι αυτό διαιωνίζει τα συμπτώματα της διαταραχής. Αν όμως δεν κάνω αυτό που θέλει, θα μας ακούσει όλη η πολυκατοικία από τις φωνές και την υστερία. Και το άλλο παιδί; Τι γίνεται με το άλλο παιδί που νιώθει παρατημένο, κλείνεται στο δωμάτιο του για να μην ακούει τη φασαρία, που δεν μπορεί να πάει στο λούνα παρκ ή στον κινηματογράφο με την οικογένειά του επειδή η αδερφή του φοβάται μην αρρωστήσει αν καθίσει σε κάθισμα εκτός σπιτιού. Πόσο καιρό ακόμη θα είναι στον αυτόματο; Σώθηκαν οι αντοχές μας».

Τέτοιες σκηνές είναι συνήθεις στις οικογένειες που κάποιο από τα παιδιά τους πάσχει από ΙΨΔ. Δεν σημαίνει όμως ότι τα πράγματα είναι πάντα έτσι. Τα πράγματα μπορεί να είναι αρκετά διαχειρίσιμα σε περιπτώσεις πιο ήπιες ή πιο βουβές. Αυτό το τελευταίο πρέπει να το προσέχουμε. Η βουβαμάρα στην ΙΨΔ κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Το παιδί κλείνεται στο εαυτό του και υποφέρει σιωπηλά. Αλλά ένα παιδί με ΙΨΔ για να απαλλαγεί από τη διαταραχή χρειάζεται την οικογένειά του στο πλευρό του, να αντέχει και να το αντέχει, να το αγαπά, να του συμπαραστέκεται, να πέφτει αλλά να ξανασηκώνεται.

Μακάρι να υπήρχε μία συνταγή για το πώς να γίνει σωστά αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει. Δεν λέμε ψέματα μεταξύ μας.  Αλλά να μερικές αλήθειες, δοκιμασμένες και όχι ωραιοποιημένες:

Γονείς και αδέρφια παιδιών με ΙΨΔ:

  • Έχετε δίκιο, είναι πολύ δύσκολο αυτό που βιώνετε.
  • Θα χάσετε την υπομονή σας πολλές φορές.
  • Θα βρείτε πάλι τη δύναμη σας άλλες τόσες.
  • Μην νιώθετε ενοχή για τον θυμό και τον εκνευρισμό σας. Είναι φυσιολογικά.
  • Δεν μπορείτε να τα καταφέρετε μόνοι. Απευθυνθείτε σε κάποιον θεραπευτή που θα βοηθήσει τον άνθρωπό σας.
  • Χρειάζεστε ίσως και εσείς υποστήριξη από κάποιον ειδικό.
  • Μην αρνείστε την φαρμακευτική αγωγή αν σας την συστήσουν οι γιατροί.
  • Μην ντρέπεστε για το παιδί σας. Εκτός από ΙΨΔ είναι πολλά περισσότερα πράγματα.
  • Συνήθως στο τέλος μια σωστής θεραπείας η ΙΨΔ ξεπερνιέται.

Αυτό το τελευταίο να βάλετε ως προορισμό στο GPS αυτής της κακοτράχαλης διαδρομής. Ω, ναι, μπορεί να ξεπεραστεί. Κι αυτό αλήθεια είναι!

Γράφει η Κατερίνα Μ.

Επιμελείται επιστημονικά η Γκόλφω Λιαμάκη

Πριν εμφανιστεί η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΔ) στη μικρή μας κόρη μόλις στα 6 της χρόνια, κανείς μας δεν γνώριζε για αυτήν. Δυστυχώς έμελλε να τη γνωρίσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο. Ήταν τόσο απότομη η εμφάνιση της ΙΨΔ και ήταν τόσο έντονα τα συμπτώματά της που η λέξη ‘ψυχαναγκασμός’ ξεπήδησε αυθόρμητα από το στόμα μας όταν απευθυνθήκαμε στον παιδίατρο, γιατί δεν ξέραμε σε ποιον άλλον να απευθυνθούμε στην αρχή. Πλύσιμο χεριών και όχι μόνο, με εμμονή και αγωνία για το αν γίνεται σωστά, κλάμα και ουρλιαχτά γιατί ‘το σπίτι ήταν βρόμικο’ και έπρεπε να καθαριστεί από άκρη σε άκρη και εμείς αποσβολωμένοι από ΄το κακό’ που μας είχε βρει.

Το καλό της υπόθεσης ήταν ότι δε χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ για τη διάγνωση. Ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για ΙΨΔ. Ίσως βοήθησε το γεγονός ότι η μικρή μας εκδήλωσε μια αρκετά συχνή και γνωστή μορφή της ΙΨΔ, οπότε και αναγνωρίστηκε εύκολα. Το κακό της υπόθεσης ήταν ότι, αν και ξεκινήσαμε άμεσα θεραπεία, φάνηκε εκ των υστέρων ότι η ψυχολόγος, στην οποία απευθυνθήκαμε, δεν είχε την απαιτούμενη εμπειρία στην εφαρμογή της θεραπείας για την ΙΨΔ, ενώ επιπλέον άφησε εμάς τους γονείς αβοήθητους αφού δεν μας καθοδήγησε στο πώς να αντιμετωπίζουμε τα συμπτώματα του παιδιού μας ώστε να την βοηθήσουμε.

Μετά από 2 ½ χρόνια, νιώθοντας απόγνωση γιατί δε βλέπαμε βελτίωση στο παιδί μας, αποφασίσαμε να αλλάξουμε θεραπευτή και μέθοδο θεραπείας. Οδηγηθήκαμε σε παιδοψυχίατρο-ψυχαναλυτή ενώ ταυτόχρονα οι γονείς αρχίσαμε συμβουλευτική. Πέντε ολόκληρα χρόνια προσπαθούσαμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι θα δούμε φως επιτέλους, ότι απλά χρειάζεται υπομονή καθώς η θεραπεία αυτή είναι αργή αλλά θα δώσει στο τέλος καρπούς. Η βασική οδηγία που μας είχε δοθεί ήταν να εμποδίζουμε το παιδί μας να εκτελεί τους καταναγκασμούς της ακόμη και με την βία!

Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν 8 χρόνια όπου η ΙΨΔ έβαζε τρικλοποδιές στην καθημερινότητά μας με εμφανή αντίκτυπο στην οικογένειά μας και στις μεταξύ μας σχέσεις. Όσο και να θέλαμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε στο παιδί μας και να δείξουμε κατανόηση, ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία τον παραλογισμό που είχαν οι ψυχαναγκασμοί της για εμάς τους γονείς αλλά και για την μεγαλύτερη αδερφή της. Ήταν σαν να έπρεπε να δεχθούμε ‘το παράλογο’ ενώ όλο μας το είναι αυθόρμητα εναντιωνόταν σε αυτό. 

Προφανώς η σχέση μας με την μικρή μας κόρη υπέστη τεράστιο πλήγμα καθώς σταδιακά δεν μπορούσαμε να δούμε καμιά άλλη πλευρά της εκτός από εκείνη που είχε ‘το πρόβλημα’. Φυσικά εκείνη το διαισθανόταν ενώ παράλληλα θύμωνε γιατί έβλεπε ότι δεν την κατανοούσαμε αλλά και ότι τα χρόνια πέρναγαν χωρίς να μπορεί να απαλλαχθεί από την ΙΨΔ. Απορώ πραγματικά για το πώς θα μας θυμάται εμάς τους γονείς της όταν θα μεγαλώσει!

Επηρεάστηκε πολύ και  η σχέση μεταξύ των αδελφών  αφού απομακρύνθηκαν, καθώς δεν μπορούσαν να παίξουν ή να καθίσουν έστω μαζί διότι η μεγάλη μας κόρη δεν μπορούσε να ‘υπακούσει’ στους κανόνες που η αδερφή της τής έβαζε σε κάθε τους παιχνίδι ή επαφή. Απομονώθηκε στο δωμάτιό της για να μην ακούει τις συνεχείς συγκρούσεις που είχαμε με την μικρή μας κόρη. Αυτό στην αρχή φάνηκε να την προστατεύει αλλά τώρα μπορώ πλέον να πω ότι την έκανε να νιώθει πολλή μοναξιά, να νιώθει ότι έχασε τους γονείς της και να αισθάνεται θυμό προς εμάς τους γονείς της και προς την αδερφή της. Όλα αυτά τα συναισθήματα βγήκαν στην επιφάνεια πολύ αργότερα όταν η κατάσταση καλυτέρευσε με την νέα θεραπεία και μπόρεσε η μεγάλη μας κόρη να βρει τον ‘χώρο’ και τον ‘χρόνο’ για να εκφραστεί.

Δυστυχώς, ούτε η σχέση μου με τον σύζυγό μου έμεινε αλώβητη. Εκείνος δούλευε πάρα πολλές ώρες με αποτέλεσμα να σηκώνω σχεδόν αποκλειστικά όλο το βάρος της κατάστασης που επικρατούσε στο σπίτι, πράγμα που με γέμισε θυμό απέναντί του γιατί ένιωσα ότι με άφησε μόνη μου. Μπορώ πλέον να πω ότι αν είχα μοιραστεί το βάρος με κάποιον άλλον ίσως να είχα αντιμετωπίσει πιο ψύχραιμα την κατάσταση  με τη μικρή μου κόρη αλλά και να είχα προστατεύσει καλύτερα τη μεγάλη μου κόρη που την άφησα ουσιαστικά μόνη. Εξάλλου ήταν και εκείνη ένα μικρό παιδί μόλις 8 ετών όταν εκδηλώθηκε η ΙΨΔ στη μικρή μας κόρη.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ ότι επηρεάστηκαν πολύ αρνητικά και οι σχέσεις μας με τους οικογενειακούς μας φίλους, καθώς λόγω του ότι οι ψυχαναγκασμοί του παιδιού μας εστίαζαν στην καθαριότητα, δεν άντεχε κόσμο στο σπίτι αλλά και συχνά αρνιόταν να βγει έξω για να μην λερωθεί. Έτσι η κοινωνική μας ζωή συρρικνώθηκε. Αλλά δυστυχώς ούτε και ο κοινωνικός μας περίγυρός έδειξε να καταλαβαίνει τι συμβαίνει ενώ έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και σχόλια όπως για παράδειγμα ότι το παιδί μας είναι κακομαθημένο.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια του Δημοτικού και τα πρώτα Γυμνασιακά χρόνια των παιδιών μας που μόνο ανέμελα και χαρούμενα δεν ήταν. Και ξαφνικά φαίνεται ότι ο Θεός  μάλλον μας λυπήθηκε και έστειλε αναπάντεχα στον δρόμο μου μια παιδική μου φίλη που είχε ζήσει πολλά χρόνια με την ΙΔΨ και την είχε ξεπεράσει με τη θεραπεία. Εκείνη μας συμβούλεψε να αλλάξουμε μέθοδο θεραπείας και να απευθυνθούμε σε εξειδικευμένη θεραπεύτρια. Ήταν ριψοκίνδυνο μετά από τόσα χρόνια. Μας φόβιζε η σκέψη μήπως κάνουμε και πάλι λάθος και χάσει το παιδί μας κάθε ελπίδα  ότι μπορεί να απαλλαγεί από τη διαταραχή. Όμως ευτυχώς η αλλαγή έγινε με την απόλυτα σύμφωνη γνώμη του παιδιού μας που είχε πια πατήσει τα 14 και είχε ήδη καταλάβει ότι η θεραπεία που ακολουθούσε τόσα χρόνια δεν την οδηγούσε πουθενά σε ό,τι αφορούσε την ΙΨΔ.

Έχουν περάσει 5 μήνες από τότε που ξεκινήσαμε τη νέα θεραπεία και ήδη βλέπουμε εμφανή σημάδια βελτίωσης στα συμπτώματα της ΙΔΨ, ενώ παράλληλα το παιδί μας έχει αποκτήσει αυτοπεποίθηση, έχει κάνει μαθησιακό άλμα στο σχολείο και νιώθει για πρώτη φορά ότι μπορεί τελικά να καταφέρει να απαλλαγεί από την ΙΨΔ.

Έχουμε αρχίσει να βλέπουμε φως στο τούνελ, σε ένα τούνελ που δεν θέλω να γυρίσω πίσω και να ξαναδώ γιατί ήταν πολύ μακρύ και πολύ σκοτεινό. Όμως υπάρχει ελπίδα! Με την κατάλληλη θεραπεία από ειδικό θεραπευτή δεν είναι ουτοπικό να πιστεύει όποιος υποφέρει από ΙΨΔ ότι μπορεί να ζήσει ελεύθερος από αυτήν. Αυτή είναι η αλήθεια που έχουμε  μπροστά μας και νιώθουμε ευγνώμονες για αυτήν.